στενοχωρία

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενοχωρία Medium diacritics: στενοχωρία Low diacritics: στενοχωρία Capitals: ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ
Transliteration A: stenochōría Transliteration B: stenochōria Transliteration C: stenochoria Beta Code: stenoxwri/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ,

   A narrowness of space, a confined space, Hp.Art.14 (codd., but v. στενυγροχωρίη) σ. τῇ φάρυγγι παρέχειν ib. 41; want of room, by sea or land, Th.2.89, 4.26,30, Pl.Lg.708b; ὑπὸ στενοχωρίας Id.Tht.195a; opp. εὐρυχωρία and ἄνεσις, Plu.2.679f, cf. 182b; σ. βίου the short space of life remaining, Ael.VH2.41; τὸν λόγον ἀπὸ τῆς ἐκεῖ στενοχωρίας εἰς πεδίον ἐξαγάγῃ Lib.Or.64.10.    II metaph., straits, difficulty, ἡ σ. τοῦ ποταμοῦ difficulty of passing the river, X.HG1.3.7, cf. LXX De.28.53, al.; distress, OGI339.103 (Sestos, ii B.C.); ἡ τῆς πόλεως Plb.1.67.1, etc.; ἡ τοῦ καιροῦ D.C. 39.34: pl. in 2 Ep.Cor.6.4, PLond.5.1677.11 (vi A.D.); also, narrow limits, prob. in Phld.Rh.2.220 S.

German (Pape)

[Seite 936] ἡ, enger Raum; Thuc. 2, 89. 4, 30 u. öfter; Plat. Theaet. 196 a; Xen. u. Folgde, wie Pol. 1, 67, 1; auch βίου, kurzes Leben, Ael. H. A. 2, 40; übertr., Verlegenheit, Noth, Machon bei Ath. VIII, 348 (v. 13).

Greek (Liddell-Scott)

στενοχωρία: ἡ, στενότης χώρου, στενός, περιωρισμένος χῶρος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· στ. παρέχειν φάρυγγι αὐτόθι 807· ἔλλειψις χώρου κατὰ θάλασσαν ἢ κατὰ γῆν, Θουκ. 2. 89., 4. 26, 30, Πλάτ. Νόμ. 708Β· ὑπὸ στενοχωρίας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 195Α· στ. βίου, τὸ βραχὺ ὑπόλοιπον τοῦ βίου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41· ἀντίθετον τῷ εὐρυχωρία καὶ ἄνεσις, Πλάτ. 2. 679Ε. ΙΙ. μεταφορ., στενοχωρία, δυσκολία, δυσχέρεια (πρβλ. στενοπορία), ἡ στ. τοῦ ποταμοῦ, δυσχέρεια εἰς τὸ διαβῆναι τὸν ποταμόν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 182Β· θλῖψις, ἡ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 67, 1, κτλ.· ἡ τοῦ καιροῦ Δίων Κ. 39. 34· πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. Ϛ΄, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 espace étroit, resserré ; en parl. du temps courte durée;
2 fig. détresse, anxiété.
Étymologie: στενόχωρος.

English (Strong)

from a compound of στενός and χώρα; narrowness of room, i.e. (figuratively) calamity: anguish, distress.