ἀνερείπομαι

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερείπομαι Medium diacritics: ἀνερείπομαι Low diacritics: ανερείπομαι Capitals: ΑΝΕΡΕΙΠΟΜΑΙ
Transliteration A: anereípomai Transliteration B: anereipomai Transliteration C: anereipomai Beta Code: a)nerei/pomai

English (LSJ)

Ep. Dep., used by Hom. only in 3pl. aor.,

   A snatch up and carry off, ἀνηρείψαντο, of the gods, 11.20.234, cf. Pi.Pae.6.136, A.R.2.503; of the Harpies, Od.1.241, etc.; of storms, 4.727; so παῖδα . . Ἀφροδίτη ὦρτ' ἀνερειψαμένη Hes.Th.990; τὴν Ἀργὼ οὐρανὸς ἀνηρείψατο Them.Or.27.333a:—later, take upon oneself, πόνον Orph.A.290. (The true spelling is prob. ἀνηρεψ-, which has Ms. authority in Hes.l.c. and A.R.1.214; cf. ἀ[νᾱ]ρέψατο Pi.Pae.l.c., and ἀνερεψάμενοι, Hsch.: v. ἅρπυια.)

German (Pape)

[Seite 226] in die Höhe reißen, durch die Lüfte hinwegführen, Hom. nur ἀνηρείψαντο, von den ἅρπυιαι gesagt Od. 1, 241. 14, 371. 20, 77; θύελλαι 4, 727; θεοί Il. 20, 234; Sp. Ep., z. B. Ap. Rh. 1, 214; part. 2, 503.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερείπομαι: Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ., ἀναρπάζω, ἀπάγω διὰ τοῦ ἀέρος, τὸν και ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν, περὶ τοῦ Γανυμήδους, Ἰλ. Υ. 234· ἐπὶ τῶν Ἁρπυιῶν, Ὀδ. Α. 241, κτλ.· ἐπὶ θυελλῶν, Δ. 727· οὕτω, παῖδα... Ἀφροδίτη ὦρτ’ ἀνερειψαμένη Ἡσ. Θ. 990: - βραδύτερον, ἀναλαμβάνω, ξυνὸν ἀνηρείψασθε πόνον Ὀρφ. Ἀργ. 292 (ἴσως μετά τινος συγχύσεως πρὸς τὸ ἀναρρίπτω).

French (Bailly abrégé)

seul. ao. ἀνηρειψάμην;
emporter avec soi dans les airs.
Étymologie: ἀνά, ἐρείπω.

English (Autenrieth)

(ἐρείπω), aor. ἀνηρείψαντο: snatch up, sweep away; esp. of the Harpies, Od. 1.241; of the rape of Ganymede, τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν, Il. 20.234.