ἀκραῖος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκραῖος Medium diacritics: ἀκραῖος Low diacritics: ακραίος Capitals: ΑΚΡΑΙΟΣ
Transliteration A: akraîos Transliteration B: akraios Transliteration C: akraios Beta Code: a)krai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A = ἄκρος, Opp.H.2.395, Tab.Defix.18; ἀκραῖα, τά, extremities, Gal.7.416: Ion. ἄκρεα, τά, Hp.Epid.1.18, Fract.16, Art. 30.    II dwelling on heights, epith. of Hera, E.Med.1379, Apollod. 1.9.28; Aphrodite, Paus.1.1.3, 2.32.6; gods whose temples were ἐν ἀκροπόλει, Poll.9.40.

German (Pape)

[Seite 80] α, ον, 1) zur Burg gehörig, θεοί nach Poll. οἱ ἐν ἀκροπόλει, z. B. Ἥρα ἀκραία Eur. Med. 1869, wo der Schol. παρὰ τὸ ἐν ἀκροπόλει ἱδρῦσθαι, vgl. Zenob. 1, 27; andere nach Liv. 32, 23 promontorium Iunonis quam vocant Acraeam, vom Vorgebirge, auf dem sie verehrt wurde. – 2) bei Hippocr. u. Opp. H. 2, 395 = ἄκρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκραῖος: -α, -ον, ἄκρος, συχν. παρ’ Ἱππ. (ὡς ἐν Ἐπιδ. 1. 954, 3. 1066) καὶ Γαλην. κατὰ πληθ. τὰ ἀκραῖα, τὰ ἄκρα (τοῦ σώματος), ὅπερ εὕρηται ἐν τοῖς χειρογράφοις καὶ ἐκδόσεσι σχεδὸν πάντοτε ἄκρεα. ΙΙ. ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη, ἐπίθ. τῆς Ἥρας, Εὐρ. Μήδ. 1379· τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 1. 1, 3., 2. 32, 6· τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκρία (ἀναγίνωσκε ἀκραία)· οἱ ἐν ἀκροπόλει θεοὶ ἀκραῖοί [εἰσι] καὶ πολιεῖς, Πολυδ. 9. 40.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui est à l’extrémité ; τὰ ἀκραῖα les extrémités du corps;
2 qui réside sur les hauteurs, protectrice des sommets (ἀκραία ép. d’Héra à Corinthe EUR, d’Aphrodite PAUS).
Étymologie: ἄκρος.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (Α ἀκραῑος, -α, -ον) ἄκρος
αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ακρινός, έσχατος, τελευταίος
νεοελλ.
αυτός που παίρνει θέση τών άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτος
αρχ.
1. (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκραῑα
α) τα άκρα του σώματος
β) ακρότητες, υπερβολές.