ἄκοπος

From LSJ
Revision as of 12:05, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκοπος Medium diacritics: ἄκοπος Low diacritics: άκοπος Capitals: ΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: ákopos Transliteration B: akopos Transliteration C: akopos Beta Code: a)/kopos

English (LSJ)

ον,

   A unwearied, Pl.Lg. 789d. Adv. -πως, διαπονεῖν Hp.Vict.3.70: Comp., ἡγούμενος -ωτέρως ἔσεσθαι τοῖς στρατιώταις prob. in Hell.Oxy.17.2.    2 free from trouble, Amips.28.    3 unbruised, of fruit, etc., PHib.49.9 (Sup., iii B. C.).    II Act., not wearying, ὄχησις Pl.Ti.89a; of a horse, easy, X.Eq.1.6 (Comp.); τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι Arist.PA689b17.    2 removing weariness, refreshing, Hp.Aph. 2.48, Acut.66, Pl.Phdr.227a, Agathin. ap. Orib. 10.7.21 (Comp.):— ἄκοπον (sc. φάρμακον), τό, application (of various kinds) for relief of pain, etc., Dsc.1.1, Gal.13.1005, Luc.Alex.22, etc., cf. Antyll. ap. Orib.10.29; in Asclep. ap. Gal.13.343 also ἄκοπος, ἡ.    3 = ἀνάγυρος, Dsc.3.150, Sch.Nic.Th.71.    III (from κόπτω) not worm-eaten, Arist.Pr.909a19. Adv. -πως, ἔχειν Thphr.CP4.16.2.    2 not broken or ground, whole, πέπερι Alex.Aphr.Pr.1.67; not moth-eaten, ἱμάτια Thphr.HP4.4.2.    3 uncut, χόρτος PFlor.232.11 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 77] 1) unermüdlich, ἵππον ἀκοπώτερον παρέχειν Xen. Equ. 1, 6; vgl. Plat. Legg. VII, 789 d. – 2) nicht ermüdend, ὄχησις Plat. Tim. 89 a; compar., περίπατοι ἀκοπώτεροι, weniger ermüdend, erfrischender, Phaedr. 227 a. Dah. τὸ ἄκοπον, Stärkungsmittel, Luc. Alex. 22 u. Medic. – 3) unbeschädigt, von Würmern, Arist. Probl. 14, 2; Ath. III, 83 d; Theophr. von σῖτος, u. so ἀκόπως ἔχει, unbeschädigt bleiben, ἀνήρ Amips. in B. A. 365, neben οὔπω ἠνωχλημένος ὑπό τινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκοπος: -ον, ἄνευ κόπου, ἑπομένως, Ι. ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κόπωσιν, ἀκούραστος, κατακινεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 789D. 2) ὁ «οὐδέπω ἠνωχλημένος ὑπό τινος», Ἀμειψ. Ἄδηλ. 14. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κόπον, ὄρχησις, Πλάτ. Τιμ. 89Α. ἐπὶ ἱππου, εὔκολος, Ξεν. Ἱππ. 1. 6· τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 4. 10, 55. 2) ὁ ἀποβάλλων τὴν κόπωσιν, ἀναψυκτικός, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ὀξ. 395, Πλάτ. Φαῖδρ. 227Α: - ἄκοπον (δηλ. φάρμακον), τό, δυναμωτικόν, φάρμ. πρὸς ἐνίσχυσιν, Γαλην., κτλ. ἄκ. μάλαγμα, Διοσκ. 1. 93. Παρὰ Γαληνῷ και ἄκοπος, ἡ. - Ἐπιρρ. -πως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ κόπτω), ὁ μὴ σκωληκόβρωτος, Ἀριστ. Προβλ. 14. 2. 2) ὁ μὴ κεκομμένος ἢ τετριμμένος, ὁλόκληρος. Ἀλεξαν. Ἀφρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non fatigant;
2 qui écarte la fatigue, qui délasse ou fortifie;
II. non fatigué.
Étymologie: ἀ, κόπτω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no quebrantado, no debilitado, no cansado, fresco σώματα Pl.Lg.789d, μετὰ τὰς ἐργασίας ἄ. Arist.HA 633b20, cf. 24, ἀνήρ Amips.28.
2 no golpeado, no estropeado ὁ σῖτος ... γίνεται ἀ. Arist.Pr.909a19, cf. Thphr.CP 4.13.7, ἀκοπωτάτας καταγαγεῖν (τὰς ἐλαῖας) PYale 32.9 (III a.C.), cf. Gp.2.35.9
no molido κέγχρος op. κεκομμένος DP 1.5, πέπερι Alex.Aphr.Pr.1.67
no carcomido, no apolillado ἱμάτια Thphr.HP 4.4.2.
3 no cortado, no segado ἵνα μὴ ... ὁ χόρτος ... ἄ. μείνῃ PFlor.232.11 (III d.C.).
II 1que no cansa, cómodo ὄχησις medio de transporte Pl.Ti.89a, ἵππος X.Eq.1.6, τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι Arist.PA 689b17.
2 que quita el cansancio o sufrimiento τὸ διαναπαύειν Hp.Aph.2.48, περίπατος Pl.Phdr.227a, τρῖψις Agathin. en Orib.10.7.21
esp. subst. τὸ ἄκοπον analgésico, remedio contra el dolor Dsc.1.1.3, Gal.13.1005, Luc.Alex.22
tb. ἡ ἄ. Asclep. en Gal.13.343.
III bot. τὸ ἄ.
1 altramuz hediondo, Anagyris foetida L., Dsc.3.150, Sch.Nic.Th.71h, Plin.HN 27.30.
2 malva, Malva sylvestris L., Ps.Apul.Herb.40.19.
IV ἡ ἄ. cuarzo cristalino Plin.HN 37.143.
V adv. -ως
1 sin cansarse διαπονεῖν Hp.Vict.3.70, ἡγούμενος ... [ἀκο] πωτέρως [ἔ] σεσθαι τοῖς στρατιώταις Hell.Oxy.48.739 (ap. crít.).
2 sin estropearse ἔχει Thphr.CP 4.16.2.