ἀνερμάτιστος
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ον,
A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14. 2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.
German (Pape)
[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas d’aplomb, d’assiette.
Étymologie: ἀ, ἑρματίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
•inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
•inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.