καινόγραφος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
ον,
A written in a new style, σύνθεσις prob. for -γραφής in Philic. ap. Heph.9.4. II parox., καινογράφος, ὁ, composer in a new style, prob. in Anon.Metr.Oxy.220vi3.
Greek Monolingual
καινόγραφος, -ον (Α)
πιθ. γρφ. αντί καινογραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γραφος (< γράφω), πρβλ. ά-γραφος, νεό-γραφος].