ἄντλος
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
English (LSJ)
ὁ, in Poll.1.92 also ἄντλον, τό:—in Hom.,
A hold of a ship, Od.12.411, 15.479. 2 bilge-water, πόλις . . ἄντλον οὐκ ἐδέξατο let in no water, metaph. for 'let no enemy come in', A.Th.796; ἄντλον εἴργειν ναός pump out water from a ship, E.Tr.691; εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, metaph. for getting into a difficulty, Id.Heracl.168. 3 a flood of water, Pi.O.9.53; ἀλίμενον ὥς τις εἰς ἄντλον πεσών E.Hec. 1025 (lyr.); ἐν ἄντλῳ τιθέναι scuttle, sink, metaph., ὕβριν Pi.P.8.12. II bucket, Man.6.424. III heap of corn, threshed but not yet cleansed, Nic.Th.114,546, Q.S.1.352, AP6.258 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 264] ὁ, 1) das im untern Schiffsraume sich sammelnde Meerwasser, auch der unterste Schiffsraum selbst, Od. 12, 411. 15, 479; ἄντλον εἴργων ναός Eur. Tro. 686, das Eindringen des Wassers abwehrend; πόλις ἄντλον οὐκ ἐδέξατο Aesch. Sept. 778, wehrte die eindringenden Wogen ab, wurde nicht leck; ἐν ἄντλῳ τιθέναι, in Grund bohren, übertr. wie unser scheitern lassen, Pind. P. 8, 12. – Das Meer selbst, Ol. 9, 67; ἀλίμενος Eur. Hec. 1025; vgl. Heracl. 169. – 2) Schöpfgefäß, Schiffspumpe, Sp. – 3) ein Haufen ausgedroschener, aber noch nicht gereinigter Feldfrüchte, Add. 1 (VI, 258); Suid. συγκομιδὴ τῶν ἀσταχύων ἐν τῇ ἅλῳ; vgl. Nic. Th. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντλος: ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· ὡσαύτως, ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *τλάω): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς ἔνθα «ὕδωρ συρρέει τό τε ἄνωθεν καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ κύτος τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν ὕδωρ, πόλις ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν ὕδωρ νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων ναός, ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, μεταφ., ἐμπίπτω εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. Ἡρακλ. 168, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. 3) καθόλου, τὸ θαλάσσιον ὕδωρ, ἡ θάλασσα, Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, ῥίπτω εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. κάμνω τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. καδίσκος πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, ὅστις δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει μετὰ τῶν ἀχύρων, Ν. Θ. 114, 545, Κόϊντ. Σμ. 1. 352.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
eau de mer ; ἄντλον δέχεσθαι ESCHL faire eau en parl. d’un navire ; mer.
Étymologie: DELG obsc., mais attesté déjà en myc.