πολυσπερής

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπερής Medium diacritics: πολυσπερής Low diacritics: πολυσπερής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΗΣ
Transliteration A: polysperḗs Transliteration B: polysperēs Transliteration C: polysperis Beta Code: polusperh/s

English (LSJ)

ές, (σπείρω)

   A wide-spread, spread over the earth, ἄνθρωποι Il.2.804, Od.11.365; Ὠκεανῖναι Hes.Th.365; φήμη Theodect.16; συνόδοντες Opp.H.3.577; Boeot. pl. πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63.    II fruitful, καμασῆνες Emp.74.

German (Pape)

[Seite 673] ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνθρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνθρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπερής: -ές, (σπείρω) πολυσπερέων ἀνθρώπων, «ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς διεσπαρμένων, πολυγενῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 804, Ὀδ. Λ. 365· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 365· πολυσπερὴς καθ’ Ἑλλάδα φήμη πλανᾶται, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος διεσπαρμένη, διαδιδομένη, Θεοδέκτ. παρὰ Στοβ. σ. 105, 25, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσπερέων· πολυεθνῶν». ΙΙ. καρποφόρος, γόνιμος, καμασῆνες Ἐμπεδ. 256.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dispersé en plusieurs peuplades ou tribus.
Étymologie: πολύς, σπείρω.

English (Autenrieth)

ές (σπείρω): widestrewn, wide-spread, over the earth.