τρητός

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρητός Medium diacritics: τρητός Low diacritics: τρητός Capitals: ΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: trētós Transliteration B: trētos Transliteration C: tritos Beta Code: trhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (τετραίνω)

   A perforated, with a hole in it, λίθος Od. 13.77; ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν, prob. of inlaid bedsteads (cf. τορευτός), Il.3.448, cf. Od.1.440, al.; others expld. it of the holes through which the cords that supported the bedding were drawn, or of the holes in the bedposts which received the framework (ἐνήλατα), EM 765.3:—μελισσᾶν τρητὸς πόνος, i. e. the honeycomb, Pi.P.6.54; τρητά mortised, Pl.Plt.279e; τ. ὀστοῦν, opp. ἄτρητον, Arist.HA516a27; λίθαξ τ. pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.); τ. δόνακες shepherd's pipes, ib.78 (Eratosth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ τετραίνω, διάτρητος, ἔχων ὀπήν, τρ. λίθος Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. τορευτός), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον κάτωθεν τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν πόνος, δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. ὀστοῦν, ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. λίθαξ, ἡ κίσηρις, ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. δόναξ, αὐλὸς ποιμενικός, αὐτόθι 78.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 troué, percé : λίθος OD pierre trouée pour fixer les amarres d’un navire;
2 gravé, ciselé : τρητὸν λέχος IL, OD lit orné de ciselures ; sel. d’autres percé de trous pour l’ajustement des différentes parties du lit ou pour recevoir les sangles qui supportent le lit.
Étymologie: adj. verb. de τιτράω.

English (Autenrieth)

(τιτράω): bored, pierced with holes, perforated. Mooring stones had a hole through them to receive the cable, bedsteads were perforated for the bed-cord.