εὔγηρυς
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
υ,
A sweet-sounding, ἀοιδά Ar.Ra.213 (lyr.), cf. Opp.H.5.617.
German (Pape)
[Seite 1059] υ, wohl, laut tönend, Ar. Ran. 214; Opp. H. 5, 617.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγηρυς: υ, ἡδέως ἠχῶν, ἀοιδή Ἀριστοφ. Βάτρ. 213, Ὀππ. Ἁλ. 5. 617.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
au doux son.
Étymologie: εὖ, γῆρυς.
Greek Monolingual
εὔγηρυς, -υ (Α)
αυτός που ηχεί γλυκά («εὔγηρυς ἀοιδά», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γήρυς «φωνή»].