δίωγμα

From LSJ
Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωγμα Medium diacritics: δίωγμα Low diacritics: δίωγμα Capitals: ΔΙΩΓΜΑ
Transliteration A: díōgma Transliteration B: diōgma Transliteration C: diogma Beta Code: di/wgma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pursuit, chase, A.Eu.139 (pl.), Plb.1.34.9, Onos. 10.6 (pl.); δ. πώλων, = τοὺς διώκοντας πώλους, E. Or.988; ὑπ' ἀετοῦ δ. φεύγων Id.Hel.20; δ. ξιφοκτόνον, i. e. the sword, ib.354; τὰ πλούτου δ. eager pursuit of wealth, Pl.Plt.310b.    II that which is chased, X. Cyn.3.9.    III a secret rite in the Thesmophoria, from which men were driven away, Hsch.

German (Pape)

[Seite 648] τό, 1) das Verfolgte, das Wild, Xen. Cyr. 1, 4, 21. – 2) = δίωξις, das Verfolgen, Nachjagen. Aesch. Eum. 134; Eur. Andr. 993 u. öfter: τὰ πλούτων καὶ δυνάμεων διώγματα Plat. Polit. 310 b; Sp., wie Pol. 1, 34, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δίωγμα: τό, (διώκω) καταδίωξις, κυνήγιον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 139, ἐν τῷ πληθ.· δ. πώλων = τοὺς διώκοντας πώλους Εὐρ. Ὀρ. 988· ὑπ᾿ ἀετοῦ δ. φεύγων = ὑπ᾿ ἀετοῦ διωκόμενος ὁ αὐτ. Ἑλ. 20 δ. ξιφοκτόνον, δηλ. τὸ ξίφος, αὐτόθι 354· τὰ πλούτου διώγματα, πρόθυμος ἐπιδίωξις τοῦ πλούτου, Πλάτ. Πολιτ. 310Β. ΙΙ. τὸ καταδιωκόμενον, τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 3, 9. ΙΙΙ. μυστηριώδης τελετὴ κατὰ τὰ θεσμοφόρια, ἀφ᾿ ἧς οἱ ἄνδρες ἀπεδιώκοντο, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poursuite ; au plur. πωλικοῖς διώγμασι EUR chevaux lancés à ma poursuite.
Étymologie: διώκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1persecución, ἁλώσιμος ναῦς διώγμασιν nave fácil de capturar con persecuciones E.Hel.1623, ὑπ' αἰετοῦ δ. φεύγων E.Hel.21, c. gen. obj. ξιφοκτόνον δ. λαιμορρύτου σφαγᾶς mortal persecución por la espada de un degüello que chorrea sangre de la garganta E.Hel.354, c. adj. μάραινε δευτέροις διώγμασιν a Orestes, A.Eu.139, πωλικοῖς διώγμασιν con persecuciones a caballo E.Andr.992, διώγμασιν ἠεροφοίτοις de la Noche, Orph.H.3.9.4
en cont. bélicos o tácticos, Plb.3.45.3, 11.15.5, en plu. op. συμπλοκαί ‘combates’, Onas.10.6, c. gen. obj. τῶν προειρημένων Plb.1.34.9, τῶν ὑπεναντίων Plb.5.86.1, fig. τὰ μὲν πλούτου καὶ δυνάμεων ... διώγματα Pl.Plt.310b
c. gen. subjet. ἵππων διώγματα carreras de caballos, CEG 888.15 (Janto IV a.C.), τράγων διώγματα Longus 3.13.2, fig. ποτανὸν μὲν δ. πώλων alada carrera de caballos ref. a Pélope, E.Or.988.
2 persecución ritual secreta en las Tesmoforias por parte de las mujeres, Hsch.
II lo que se persigue, presa, caza πολλαὶ δὲ τὰ διώγματα ἀφιεῖσαι X.Cyn.3.9.