Ἀσιάρχης
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
ου, ὁ,
A an Asiarch, priest of the Imperial cult in the province of Asia, Str.14.1.42, Act.Ap.19.31, IG12(3).531, 14.2405, etc.; Ἀ. ναῶν τῶν ἐν Ἐφέσῳ OGI525.8 (Halic.):—hence Ἀσι-αρχέω, BMus.Inscr.481*.240 (Ephesus, ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, der Asiarch, der Oberpriester in der Provinz Asien unter der Herrschaft der Römer, Strab. 14; Act. Ap. 19, 31; Euseb. hist. ev. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιάρχης: -ου, ὁ, ἄρχων τῆς Ἀσίας· ἑκάστη πόλις τῆς ἀνθυπατικῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀσίας ἐξέλεγεν ἕνα ἐκ τῶν ἐντιμοτάτων καὶ πλουσιωτάτων πολιτῶν αὐτῆς ὅπως προεδρεύσῃ εἰς τοὺς κατ’ ἐκεῖνο τὸ ἔτος γενησομένους ἀγῶνας εἰς τιμὴν τῶν θεῶν καὶ τοῦ αὐτοκράτορος τῶν Ρωμαίων. Ἑκάστη πόλις ἤγγελλε τὸν ἐκλεχθέντα εἰς τὸ κοινὸν τῆς Ἀσίας, ὅπερ συνήρχετο ἐν Ἐφέσῳ, ἢ Σμύρνῃ ἢ ἐν Σάρδεσι. Τὸ κοινὸν ἐξέλεγεν ἐκ πάντων τούτων δέκα οὓς ἐξέπεμπεν εἰς τὸν ἀνθύπατον, οὗτος δὲ ἐξέλεγεν ἕνα ἐξ αὐτῶν ὅπως προεδρεύσῃ ἐπὶ τῶν ἄλλων. Τοῦτο ἐξηγεῖ πῶς ἐν ταῖς Πράξ. τῶν Ἀποστ. ἀναφέρονται πολλοὶ Ἀσιάρχαι, ἐνῷ ὁ Εὐσέβ. ἀναφέρει μόνο ἕνα, Στράβ. 649, Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄ 31, Μαρτύρ. Πολυκάρπ. 1037Β (= 1045Α ἀρχιερεὺς) Συλλ. Ἐπιγρ. 2511. 2912, κ. ἀλλ.· Ἀσ. ναῶν τῶν ἐν Ἐφέσῳ 2464· - ὡσαύτως Ἀσίαρχος, μετὰ τοῦ ῥήματος -αρχέω, 2990a, πρβλ. 3504, ἴδε Ramsay ἐν Amer. Inst. 1. σ. 103.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gouverneur de la province romaine d’Asie.
Étymologie: Ἀσία, ἄρχω.
English (Strong)
from Ἀσία and ἀρχή; an Asiarch or president of the public festivities in a city of Asia Minor: chief of Asia.