μέροψ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
οπος, ὁ, poet. word, used only in pl. as epith. of men, derived by Gramm. from μείρομαι, ὄψ,
A dividing the voice, i. e. articulate (cf. Hsch., Sch.11.1.250), μ. ἄνθρωποι Il. l.c., Hes.Op.109, etc.; μ. βροτοί 11.2.285; μερόπεσσι λαοῖς A.Supp.90 (lyr.): hence as Subst., = ἄνθρωποι, Musae.Fr.13 D., A.Ch.1018 (anap.), E.IT1263 (lyr.), A.R.4.536, Call.Fr.418, AP7.563 (Paul. Sil.); a usage satirized by Strato Com., 1.6 sq. II in sg. and pl., bee-eater, Merops apiaster, Arist.HA615b25, Plu.2.976d; cf. εἴροψ.
German (Pape)
[Seite 136] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) die Menschen, die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; οὔτις μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der Bienenfresser, sonst ἀέροψ, Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
μέροψ: -οπος, ὁ, (μείρομαι, μερίζω, ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. αὐδήεις), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - ἐντεῦθεν τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, εἶδος πτηνοῦ, μελισσοφάγος, Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. ὄνομα ἦν εἶροψ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
1 mortel ; οἱ μέροπες les mortels, les hommes;
2 guêpier, oiseau qui mange les abeilles;
3 οἱ Μέροπες nom des habitants de Cos.
Étymologie: R. Μαρ, mourir ; cf. βροτός, p. *μβροτός, *μροτός, lat. mori ; sel. d’autres de la R. Σμερ, skr. smar, penser, cf. μέριμνα, μερμηρίζω, et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux.
English (Autenrieth)
οπος: probably mortal, μέροπες ἄνθρωποι, μερόπεσσι βροτοῖσιν, Σ 2, Il. 2.285.