ἐκπολιορκέω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
A force a besieged town to surrender, force to capitulate, Th.1.94,134, X.HG2.4.3, etc. : metaph. of argument, ἐ. τινὰ λόγῳ ChioEp.10 :—Pass., to be forced to surrender, Th.1.117 ; ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθείς ib.131, cf. Inscr.Prien.37.112 ; ὑπὸ τῶν τυράννων Arist.Ath.19.3 : metaph., ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.39.
German (Pape)
[Seite 775] eine Stadt durch eine Belagerung einnehmen, erobern; Thuc. 1, 94; προσκαθεζόμενοι λιμῷ 1, 134; Xen. Hell. 7, 4, 18; βουλομένων τῶν τριάκοντα ἀποτειχίζειν, ἵνα ἐκπολιορκήσειαν αὐτούς, um sie durch Belagerung zur Uebergabe zu zwingen, 2, 4, 3; ἐξεπολιορκήθησαν Thuc. 1, 117; ἐκ τοῦ Βυζαντίου βίᾳ ἐκπολιορκηθείς 1, 131, nach Schol. τῇ πολιορκίᾳ ἐκβληθείς. Bei Sp. übertr., λόγῳ τινά.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπολιορκέω: ἐξαναγκάζω πολιορκουμένην πόλιν νὰ παραδοθῇ, ἀναγκάζω νὰ συνθηκολογήσῃ, Θουκ. 1. 94, 134, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 3, κτλ. - Παθ., ἀναγκάζομαι νὰ παραδοθῶ, Θουκ. 1. 117· ἐκ Βυζαντίου ἐκπολιορκηθῆναι αὐτόθι 131.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réduire ou prendre après un siège ; Pass. être forcé de capituler après un siège.
Étymologie: ἐκ, πολιορκέω.
Spanish (DGE)
1 forzar la rendición o la capitulación de, obligar a rendirse a ciu. o pers. sitiadas (Βυζάντιον) Th.1.94, cf. D.7.27, αὐτήν (Τροίαν) Isoc.5.112, τὰ Ἱεροσόλυμα I.BI 4.412, cf. Philoch.160, Plb.4.61.4, LXX Io.7.3, D.S.14.16, Parth.23, τὴν βαρυτάτην πόλιν ἐν τρισὶν ἡμέραις Plb.3.60.9, τοὺς ἐπὶ τὰ ... ἐρύματα συμπεφευγότας Plb.3.117.12, τοὺς ὑμᾶς μὲν ἐκβαλόντας Philipp.Maced.2, cf. X.HG 2.4.3, Τρεβώνιον Str.14.1.37, cf. I.Ap.152, App.BC 1.101, τοὺς ἀδικοῦντας τὸν Ἑλένῃ συνοικοῦντα Lib.Decl.4.59, c. dat. instrum. αὐτὸν ... ἐξεπολιόρκησαν λίμῳ de una pers. encerrada en un santuario, Th.1.134
•en v. pas. ἐξεπολιορκήθησαν ἐνάτῳ μηνί Th.1.117, βίᾳ ὑπ' Ἀθηναίων ἐκπολιορκηθείς Th.1.131, cf. D.11.5, Arist.Ath.19.3, Fr.394, IG 22.211.3 (Ática IV a.C.), Str.5.3.11, 8.4.2, Paus.1.25.6, ἐκπεπολιορκημένους ὑπὲρ τῆς φιλίας τῆς ὑμετέρας Isoc.14.26, cf. 4.141, ἐκπολιορκηθέντος τοῦ τυράννου τοῦ ἐν τᾷ πόλει IPr.37.112 (II a.C.), ἕως ἂν ἐκπολιορκηθῇ τὸ χωρίον I.AI 14.87.
2 fig. vencer la resistencia, doblegar ἐξεπολιορκήσαμεν δ' αὐτὸν πάνυ ἀληθεῖ καὶ δικαίῳ λόγῳ vencimos su resistencia con un argumento bien sincero y justo Chio 10.1, τὴν ψυχήν Ph.1.83, cf. Luc.Cal.19, Cyr.Al.Luc.1.89.15, τὸν κορυφαῖον ἐκεῖνον ref. a la superioridad de una pers., Luc.Cal.12, en v. pas. ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσου Diog.Oen.37.2.3, πανταχόθεν δὲ ἦν ἐκπεπολιορκημένος de una pers. dominada por la pasión, Charito 2.8.1.
3 en v. med. rendirse, capitular el hombre ante el mal, Arr.Epict.1.28.21.