ἱερογραμματεύς

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερογραμμᾰτεύς Medium diacritics: ἱερογραμματεύς Low diacritics: ιερογραμματεύς Capitals: ΙΕΡΟΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ
Transliteration A: hierogrammateús Transliteration B: hierogrammateus Transliteration C: ierogrammateys Beta Code: i(erogrammateu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A sacred scribe, a lower order of the Egyptian priesthood, Eudox. Ars3.21, OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.), Luc. Macr.4, J.Ap.1.32, al., Herasap.Gal.13.776, Aët.15.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, in Aegypten ein Priester, der die heilige Schrift kannte u. auslegte u. auf die Beobachtung der heiligen Gebräuche beim Gottesdienste sah; Luc. Macrob. 4; Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερογραμματεύς: έως, ὁ, ἱερὸς γραμματεύς, κατωτέρα τις τάξις ἐν τῷ Αἰγυπτιακῷ ἱερατείῳ, τοῦ ὁποίου ἔργον ἦτο ἡ τήρησις τῶν ἱερῶν ἐγγράφων, ἡ διδασκαλία τῶν ἱερῶν τύπων καὶ τελετῶν καὶ ἡ ἐπιμέλεια πρὸς τήρησιν αὐτῶν, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 7, Λουκ. Μακρόβ. 4, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 32, Κλήμ. Ἀλ. 657· ἱερὸς γρ. ἐν Λουκ. Φιλοψ. 34.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
prêtre ou docteur qui interprète les saintes écritures, en Égypte.
Étymologie: ἱερός, γραμματεύς.

Greek Monolingual

ἱερογραμματεύς, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) ιερός γραμματέας του οποίου το έργο ήταν η τήρηση τών ιερών εγγράφων, η διδασκαλία τών ιερών τύπων και τελετών και η φροντίδα για την τήρησή τους.