μαλακόφωνος
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ον,
A with a soft voice, D.H.Dem.40.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν φωνήν, Διον. Ἁλ. εἰς Δημ. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλακός, φωνή.
Greek Monolingual
μαλακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερή φωνή ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φωνή (πρβλ. ετερό-φωνος)].