ἐξορύσσω

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορύσσω Medium diacritics: ἐξορύσσω Low diacritics: εξορύσσω Capitals: ΕΞΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: exorýssō Transliteration B: exoryssō Transliteration C: eksorysso Beta Code: e)coru/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξορύττω,

   A dig out the earth from a trench, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Hdt.7.23; τόποι ἐξορυσσόμενοι Arist.Mir.833b4:— Med., ἐξορύξασθαι χάρακας make oneself a vallum, D.H.9.55.    II dig out of the ground, dig up, τοὺς νεκρούς Hdt.1.64, cf. BGU1024iv4 (iv/v A.D.); ἄγλιθας Ar.Ach.763; [μορίαν] Lys.7.26:—Pass., τοῦ χοὸς τοῦ -ομένου PHal.1.109 (iii B.C.); φυτά X.Oec.19.4.    2 gouge out, ἐ. αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.8.116, cf. LXXJd.16.21, Plu. Art.14.    3 metaph., τὸν ἐξορύσσοντα λόγον τὰ κεκρυμμένα τῶν πραγμάτων Ph.1.72.

German (Pape)

[Seite 888] att. -ττω, ausgraben, ausreißen; ἄγλιθας Ar. Ach. 763; ἐλαίαν Lys. 7, 26; φυτά Xen. oec. 19, 4 u. A; ὁ ἐξορυσσόμενος χοῦς, der herausgegrabene, aufgeworfene Schutt, Her. 7, 23; – τοὺς ὀφθαλμούς, die Augen ausstechen, Her. 8, 116; Plut. – Med., χάρακας, sich einen Wall ausgraben, aufwerfen, D. Hal. 9, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, σκάπτω καὶ ἐκβάλλω, τὸν ἀεὶ ἐξορυσσόμενον χοῦν Ἡρόδ. 7. 23, πρβλ. 2. 150· ἐν τοῖς ἐξορυσσομένοις τόποις, τοῖς ἀνασκαπτομένοις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 44: - Μέσ., καὶ χάρακας ἐξωρύξαντο, ἔσκαψαν ἢ κατεσκεύασαν δι’ ἑαυτοὺς χαρακώματα, Διον. Ἁλ. 9. 55. ΙΙ. ἐκσκάπτω, ἐκθάπτω, τοὺς νεκροὺς Ἡρόδ. 1. 64· ἐκβάλλω ἐκ τῆς γῆς, τὼς ἀρωραῖοι μύες, πάσσακι τὰς ἄγλιθας ἐξορύσσετε, «ὥσπερ ἀρουραῖοι μύες ἐξορύσσετε τῷ πασσάλῳ τὰς ἄγλιθας (τὰς κεφαλὰς τῶν σκορόδων)» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 763· ἐλαίας Λυσ. 110, 33, Ξεν. Οἰκ. 19, 4· μεταφ., ἐξώρυξε αὐτῶν ὁ πατὴρ τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἡρόδ. 8. 116.

French (Bailly abrégé)

1 ôter la terre d’une tranchée;
2 déterrer, arracher : ἐξ. τοὺς ὀφθαλμούς HDT arracher les yeux.
Étymologie: ἐξ, ὀρύσσω.

English (Strong)

from ἐκ and ὀρύσσω; to dig out, i.e. (by extension) to extract (an eye), remove (roofing): break up, pluck out.