ἐπιπρεσβεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Medium diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Low diacritics: επιπρεσβεύομαι Capitals: ΕΠΙΠΡΕΣΒΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: epipresbeúomai Transliteration B: epipresbeuomai Transliteration C: epipresveyomai Beta Code: e)pipresbeu/omai

English (LSJ)

   A go as ambassador, D.H.2.47.    II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68.    2. send a second embassy, App.Gall.18.

German (Pape)

[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.