ἐπίταμα
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ατος, τό
A, (ἐπιτείνω) extension, Plu.2.457c.
German (Pape)
[Seite 989] τό, die Anspannung, καὶ σπάσματα Plut. de coh. ira 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτᾰμα: τό, (ἐπιτείνω) ἐπίτασις, «τέντωμα», Πλούτ. 2. 457Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
extension.
Étymologie: ἐπιτείνω.
Par. ἔκτασις.
Greek Monolingual
ἐπίταμα, τὸ (Α) επιτείνω
τέντωμα, ένταση, επίταση («ἐπιτάμασι καὶ σπάσμασιν», Πλούτ.).