εὑρησιλογία
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
English (LSJ)
ἡ,
A skill in finding arguments, esp. perverse or sophisticalingenuity, Plb.18.46.3, D.S.1.37, Ph.1.628, 698, Plu.2.1033b, Arr.Epict.2.20.35: pl., Plb.12.26e.4, 29.1.2: -ίαν ἔχειν, of a phenomenon, admit of an ingenious explanation, Str.17.1.34.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. εὑρεσιλογία.
Greek Monolingual
εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) ευρησίλογος
η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι
αρχ.
1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν»
(για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία
2. ικανότητα στον σχηματισμό λογοπαιγνίων.