θρύον
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A reed, rush, Il.21.351, Hp.Steril.246, Thphr.HP4.11.12, Arist.Mir.844a27: in sg. collectively, ἔπλεκεν Call.Aet.3.1.24, cf. D.S.3.10, Theoc.13.40 (pl.), AP9.723 (Antip. Sid.); [γῆν] καθαρὰν ἀπὸ θρύου (Pap. θροίου) PTeb.105.26 (ii B.C.), POxy.910.41 (ii A.D.): pl. written θροία UPZ98.12 (ii B.C.). II = στρύχνον μανικόν, thornapple, Datura Stramonium, Orph.A.916, Thphr.HP9.11.6 (θρύορον, βρύορον codd.), Dsc.4.73.
German (Pape)
[Seite 1220] τό, Binse, Il. 21, 351, neben λωτός u. κύπειρος; Ep. ad. 222 (IX, 723). Auch a. Sp., wie D. Sic. 3, 10. – Bei Theophr. ein anderes Kraut, auch θρύορος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
θρύον: τό, βοῦρλον, ἢ εἶδος βοτάνης, καίετο δὲ λωτὸς τε ἰδὲ θρύον ἠδὲ κύπειρον «εἶδος πόας, ὁ λεγόμενος θρύσις» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 351, Ἀριστ. π. Θαυμ. 136, Διόδ. 3. 10· ἴδε θρῖον, ἐν τέλ. ΙΙ. = στρύχνος μανικός, ἴσως ὁ δηλητηριώδης, Ὀρφ. Ἀργ. 929, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 6, (ἔνθα θρύορον διάφ. γρ.), Διοσκ. 4. 74.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
jonc.
Étymologie: cf. skr. dhvar « courber », litt. « la plante flexible ».
English (Autenrieth)
rush, collectively, rushes, Il. 21.351†.