καταλιμπάνω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλιμπάνω Medium diacritics: καταλιμπάνω Low diacritics: καταλιμπάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΙΜΠΑΝΩ
Transliteration A: katalimpánō Transliteration B: katalimpanō Transliteration C: katalimpano Beta Code: katalimpa/nw

English (LSJ)

   A = καταλείπω, Hp.Mul.1.78, Th.8.17, Antiph.35, PPetr.3pp.4,12 (iii B.C.), LXXGe.39.16, Ocell.4.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1360] = καταλείπω; Antiphan. bei Ath. XV, 690 a u. Machon ib. VIII, 341 c; Plat. Ep. IX, 358 a u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιμπάνω: καταλείπω, Ἱππ. 627. 28, Θουκ. 8. 17, Ἀντιφῶν ἐν «Ἀντ.»2.

French (Bailly abrégé)

c. καταλείπω.
Étymologie: κατά, λιμπάνω.

Greek Monolingual

(AM καταλιμπάνω)
εγκαταλείπω, αφήνω
νεοελλ.
(για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λιμπάνω «εγκαταλείπω»].