κοχυδέω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχῠδέω Medium diacritics: κοχυδέω Low diacritics: κοχυδέω Capitals: ΚΟΧΥΔΕΩ
Transliteration A: kochydéō Transliteration B: kochydeō Transliteration C: kochydeo Beta Code: koxude/w

English (LSJ)

   A stream forth copiously, ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.

Greek (Liddell-Scott)

κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’écouler en abondance.
Étymologie: χέω.

Greek Monolingual

κοχυδέω (Α)
ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ- της ρίζας του χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω].