κοίλωμα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίλωμα Medium diacritics: κοίλωμα Low diacritics: κοίλωμα Capitals: ΚΟΙΛΩΜΑ
Transliteration A: koílōma Transliteration B: koilōma Transliteration C: koiloma Beta Code: koi/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κ. τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.    2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κ. ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).    II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29.    III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).    IV metaph., τὰ κ. τῆς εὐτυχίας weak points in... Phld.Vit.p.12 J.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.

Greek (Liddell-Scott)

κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d’un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.

Greek Monolingual

το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμακοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.