φοινίκειος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκειος Medium diacritics: φοινίκειος Low diacritics: φοινίκειος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: phoiníkeios Transliteration B: phoinikeios Transliteration C: foinikeios Beta Code: foini/keios

English (LSJ)

ον,

   A of the palm-tree, οἶνος D.S.1.91, Suid.; cf. φοινικήϊος.

German (Pape)

[Seite 1295] ον, ion. φοινικήϊος, = φοινίκεος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκειος: [ῐ], -ον, ὁ ἀνήκων εἰς φοίνικα, ὁ ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος, οἶνος Διόδ. 1. 91, Σουΐδ.· ― σπανίως εὕρηται ἄλλως ἢ ἐν τῷ Ἰων. τὺπῳ φοινικήιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de feuilles de palmier : οἶνος HDT vin de palmier ou de dattes ; ἐσθὴς φοινικηΐη HDT vêtement de feuilles de palmier.
Étymologie: φοῖνιξ².

Greek Monolingual

(I)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), -ΐη, -ον [[φοῑνιξ (III), -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.).———————— (II)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), -ΐη, -ον [[Φοῑνιξ
, -οίνικος]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («φοινίκειον φιλοτέχνημα», Ηλιόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φοινίκεια
(ενν. γράμματα) το αρχαίο ιωνικό αλφάβητο
3. φρ. «φοινικηΐη voῡσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Ιπποκρ.).