περικολούω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικολούω Medium diacritics: περικολούω Low diacritics: περικολούω Capitals: ΠΕΡΙΚΟΛΟΥΩ
Transliteration A: perikoloúō Transliteration B: perikolouō Transliteration C: perikoloyo Beta Code: perikolou/w

English (LSJ)

   A cut short, clip all round, περὶ πτορθεῖα κολούσας Nic.Al. 267.    II metaph., humble, Plu.2.139b.

German (Pape)

[Seite 580] rings herum stutzen, beschneiden, Nic. Al. 267; auch übertr., γυναῖκας, demüthigen, Plut. conj. praec. p. 413.

Greek (Liddell-Scott)

περικολούω: περικόπτω, Νικ. Ἀλεξιφ. 267. ΙΙ. μεταφορ., ταπεινώνω παντοίοις τρόποις, Πλούτ. 2. 139Β.

French (Bailly abrégé)

couper tout autour, mutiler, rogner ; fig. amoindrir, humilier.
Étymologie: περί, κολούω.

Greek Monolingual

Α
1. κλαδεύω κάτι γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον με κάθε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κολούω «αποκόπτω, περικόπτω»].