οἰσύπη

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύπη Medium diacritics: οἰσύπη Low diacritics: οισύπη Capitals: ΟΙΣΥΠΗ
Transliteration A: oisýpē Transliteration B: oisypē Transliteration C: oisypi Beta Code: oi)su/ph

English (LSJ)

ἡ, also οἴσῠπος, ὁ,

   A the grease extracted from sheep's wool (οἴσυπος· τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος Dsc.2.74, cf. Plin.HN29.10), οἰσύπῃ (v.l. οἴσπῃ, q. v.) προβάτων Hdt.4.187 ; οἰσύπη αἰγός Hp.Mul.2.195 ; used for medicinal purposes, Dsc. and Plin. ll.cc.: —freq. confused with οἰσπώτη (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύπη: [ῠ] ἢ οἴσπη, ἡ καὶ οἴσῠπος, ὁ, «τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος» Διοσκ. 2. 84, πρβλ. Πλίν. 29, 10· οἴσπῃ προβάτων (διάφορ. γραφ. οἰσύπῃ) Ἡρόδ. 4. 187· ὡσαύτως τῶν αἰγῶν, οἰσύπη αἰγὸς Ἱππ. 668. 43, Ἐρωτιαν. σ. 282· ― ἦτο ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Διοσκ, καὶ Πλίν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Συχνάκις συγχέεται μετὰ τοῦ οἰσπώτη, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suint, graisse se trouvant dans la laine des moutons.
Étymologie: DELG sans doute de οἶς, et *σύπη= ???

Greek Monolingual

η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ)
λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν -ο-) και β' συνθετικό μία αμάρτυρη λ. σύπη (πρβλ. οισπώτη)].