οἰκητός

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκητός Medium diacritics: οἰκητός Low diacritics: οικητός Capitals: ΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: oikētós Transliteration B: oikētos Transliteration C: oikitos Beta Code: oi)khto/s

English (LSJ)

ή, όν (ός, όν v. infr.),

   A inhabited, S.OC28, 39 ; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5 ; οἰκία οἰκητή LXXLe.25.29 ; ζώνη Plu.2.896b ; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.

Greek Monolingual

οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).