πάπραξ

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάπραξ Medium diacritics: πάπραξ Low diacritics: πάπραξ Capitals: ΠΑΠΡΑΞ
Transliteration A: páprax Transliteration B: paprax Transliteration C: papraks Beta Code: pa/prac

English (LSJ)

ακος, ὁ, a Thracian lake-fish, Hdt.5.16.

German (Pape)

[Seite 466] ακος, ὁ, ein thracischer Sumpfsisch, Her. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

πάπραξ: -ακος, ὁ, ἰχθύς τις θρᾳκικῆς λίμνης, Ἡρόδ. 5. 16.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sorte de poisson de Thrace.
Étymologie: DELG sans doute mot thrace.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες της Θράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν
μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ' άλλους, η λ. οφείλεται σε ονοματοποιία από τον υποτιθέμενο ήχο που παράγει το ψάρι, ανάλογη με τον τ. παππάξ και τα βαβάζω, βαβράζω.