Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιαμπέχω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαμπέχω Medium diacritics: περιαμπέχω Low diacritics: περιαμπέχω Capitals: ΠΕΡΙΑΜΠΕΧΩ
Transliteration A: periampéchō Transliteration B: periampechō Transliteration C: periampecho Beta Code: periampe/xw

English (LSJ)

(also περιαμπίσχω Ph.1.369, Philostr.Im.2.26 (cf. 11)), -ήμπεσχον Ar.Eq.893 :—

   A put round about, π. τινά τι put a thing round or over one, Ar.l.c.:—Med., put around oneself, put on, metaph., ὀνόματα καὶ ῥήματα Pl.Smp.221e.    II cover all over, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν Id.Phd.98d; later περιαμπίσχω τί τινι Ph.l.c.: metaph., τὰ πράγματα γυμνὰ ἐξέκειτο καὶ οὐ περιήμπισχεν αὐτὰ ἡ λέξις Philostr.VS2.22.

German (Pape)

[Seite 568] if, ἔχω), ringsherum anlegen, τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος, Plat. Phaed. 98 d; med. sich umhüllen, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα περιαμπέχονται Σατύρου – δοράν, Conv. 221 e; übertr. τὴν μέθην, Ael. V. H. 14, 41; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

περιαμπέχω: μέλλ. -αμφέξω· ἀόρ. β΄ περιήμπεσχον· ― ὡσαύτως περιαμπίσχω, -ήμπισχον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893. ― Περιβάλλω, καὶ τοῦτό γ’ ἐπίτηδές σε περιήμπισχον, ἵν’ ἀποπνίξῃ, καὶ τοῦτο ἐπίτηδες σοῦ τὸ ἐφόρεσα διὰ νὰ σὲ πνίξῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Μέσ., θέτω τι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ῥήματα ἔξωθεν περιαμπέχονται Πλάτ. Συμπ. 221Ε. ΙΙ. περικαλύπτω, τὰ δὲ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματος ὃ ξυνέχει αὐτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98D· οὕτως ὕστερον ἐν τῷ τύπῳ περιαμπίσχω τί τινι Φίλων 1. 369, Φιλόστρ. 604.

French (Bailly abrégé)

revêtir tout autour, envelopper : τι μετά τινος, fig. τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: περί, ἀμπέχω.

Greek Monolingual

και περιαμπίσχω Α
1. βάζω κάτι ολόγυρα, περιβάλλω, περιτυλίγω
2. περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ μετὰ τῶν σαρκῶν», Πλάτ.)
3. μέσ. περιαμπέχομαι
επιθέτω κάτι γύρω από τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω, περικαλύπτω»].