τάραξις
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A = ταραγμός, confusion, τοῦ βίου Ar.Th.137, cf. Ael.NA9.49. II Medic., disorder of the bowels, Hp.Hum.1. 2 irritation of the eye, Gal.14.768, Aët.7.3, Paul.Aeg.3.22.
German (Pape)
[Seite 1070] ἡ, = ταραγμός, τοῦ βίου, Ar. Th. 137; – bei den Aerzten eine Augenkrankheit.
Greek (Liddell-Scott)
τάραξις: [ᾰ], ἡ, = ταραγμός, σύγχυσις, τοῦ βίου Ἀριστοφάν. Θεσμ. 137, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 9. 49. ΙΙ. ἐν τῇ Ἰατρικῇ, διατάραξις ἢ ἀταξία τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 47. 18. 2) φλεγμονὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 2, σ. 389, 390, Παῦλ. Αἰγ. 3, 22.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
agitation, trouble.
Étymologie: ταράσσω.
Greek Monolingual
-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. τάραξη.