ῥακόω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
in Pass.,
A become ragged or wrinkled, of skins of dead animals, Plu.2.642e; ἐρρακωμένα πρόσωπα wrinkled faces, Dsc.5.87.12. 2 in Pass., to be dispersed all about, τὸ χολῶδες . . ῥακούμενον ἐν τῷ σώματι Hp.Morb.4.49.
German (Pape)
[Seite 833] zerreißen, zersetzen, lumpig, auch runzlig machen, Hippocr., Clem. Al. u. a. Sp.; pass. runzlig, lumpig werden, τὰ ὑπὸ θηρίων δηχθέντα τοῖς δέρμασι φλιδᾶν καὶ ῥακοῦσθαι, Plut. Symp. 2, 9 a. E.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰκόω: (ῥάκος) σχίζω εἰς ῥάκη· Παθητ., Πλούτ. 2. 642Ε. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, ῥακοῖ τὰ σώματα καὶ προγηράσκειν ἀναγκάζει Κλήμ. Ἀλ. Παιδαγ. 3. 9, 46: ― Παθ., ἐρρακωμένα πρόσωπα, ἐρρυτιδωμένα πρόσωπα, Διοσκ. 5. 102. 2) ἐν τῷ παθ., διασκορπίζομαι πανταχοῦ, ῥακοῦσθαι ἐν τῷ σώματι Ἱππ. 507. 51.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en lambeaux.
Étymologie: ῥάκος.
Greek Monotonic
ῥᾰκόω: μέλ. -ώσω, σχίζω σε λωρίδες, κόβω σε κομμάτια, κουρελιάζω, σε Πλούτ.