σκόπελος

From LSJ
Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόπελος Medium diacritics: σκόπελος Low diacritics: σκόπελος Capitals: ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Transliteration A: skópelos Transliteration B: skopelos Transliteration C: skopelos Beta Code: sko/pelos

English (LSJ)

ὁ, prop.

   A lookoutplace: hence peak, headland, promontory, Hom., esp. in Od., 12.73, 80,430, al.; προβλὴς σ. Il.2.396; φάραγγος σ. ἐν ἄκροις A.Pr.143 (lyr.); σ. πέτρας E.Ion 274; Θηβᾶν σ., of the Theban acropolis, Pi. Fr.196; ἐμοὶ (sc. Κρεούσης) σ., of the Athenian, E.Ion 871 (anap.), cf. 1434,1578; σ. νιφόεντα Μίμαντος Ar.Nu.273 (anap.).    II watch-tower, PLips.70.2 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, eigtl. jeder Ort. von dem aus man spähend um sich schauen kann (σκοπέω). Warte; – gew. ein hoher, einzeln stehender Felsenim od. am Meere, eine Klippe, ein ins Meer vorspringendes Vorgebirge, Hom. προβλής, Il. 2, 396; vgl. bes. Od. 12, 73. 80. 220. 430; übh. eine Bergspitze, scopulus, σκοπέλοις ἐν ἄκροις, Aesch. Prom. 142; σκόπελον ᾕμαξαν πέτρας, Eur. Ion 274, u. öfter; Ar. Nubb. 274; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 640.

Greek (Liddell-Scott)

σκόπελος: ὁ, ἴσως ἐξ ἀρχῆς ὡς τὸ σκοπιά, τόπος κατάλληλος ὅπως παρατηρῇ τις ἐξ αὐτοῦ· ὅθεν, ὑψηλός βράχοςκορυφή, ἀπόκρημνον μέρος πρὸς τὴν θάλασσαν, ἀκρωτήριον, Λατ. scopulus, Ὅμηρ., μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ., οἷον Μ. 73, 83, 430, κτλ.· προβλὴς σκ., Ἰλ. Β. 396· φάραγγος σκ. ἐν ἄκροις Αἰσχύλ. Πρ. 142· σκ. πέτρας Εὐρ. Ἴων. 274· Θηβᾶν σκ., ἡ τῶν Θηβῶν ἀκρόπολις, Πινδ. Ἀποσπ. 209· Ἀθάνας σκ., ἡ τῶν Ἀθηνῶν, Εὐρ. Ἴων 1434, πρβλ. 871, 1578· σκ. νιφόοντα Μίμαντος Ἀριστοφ. Νεφ. 273, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 rocher élevé, cime de rocher;
2 particul. écueil en mer ou sur le bord de la mer.
Étymologie: R. σκέπτομαι ; cf. lat. specula, speculum.

English (Autenrieth)

cliff.