τίταξ
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1120] ὁ, = βασιλεύς, Hesych., fem. τιτήνη.
Greek (Liddell-Scott)
τίταξ: ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεὺς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
roi.
Étymologie: DELG Τιτάν.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔντιμος ἤ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το θ. της λ. Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -αξ (πρβλ. άναξ)].