κροιός
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
νοσώδης, ἀσθενής, Hsch.;
A = κολοβός, Theognost.Can.21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν IG22.244.63 (iv B. C.); ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ. 1923.39. (Cf. Lith. kreĩvas 'crooked'.)
Greek Monolingual
κροιός (AM)
μσν.
κολοβός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ' άλλους, με τη λ. κρούω, οπότε θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»].