κρύψις
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
εως, ἡ, κρύπτω)
A hiding, concealment, κρυφθῆναι κρύψιν E. Ba.955, cf. Plb.10.46.3; opp. φάσις, of stars, disappearance below the horizon, Gem.13.2, al., Ti.Locr.97b (pl.); occultation, Theo Sm. p.192 H. (pl.); heliacal setting, Metrod.Herc.831.10, Ptol.Alm.8.4, Tetr.4, Theo Sm.p.137 H.; of new moon, Ptol.Tetr.22; disappearance, Plu.2.366d. 2 suppression, ἐπιμηνίων Gal.19.495. 3 concealment of stolen goods, Arist.Rh.1372a32. 4 mystery, secret, κρύψιν μεγάλην ἀνυμνοῦντες Dam.Pr.52bis.
Greek (Liddell-Scott)
κρύψις: -εως, ἡ, (κρύπτω) ἀπόκρυψις, «κρύψιμον», κρύπτεσθαι κρύψιν Εὐρ. Βάκχ. 953· ἀντίθετ. τῷ φάσις, ἐπὶ ἀστέρων, ἐπισκίασις, ἔκλειψις, Τίμ. Λοκρ. 97Β· ἐξαφάνισις, Πλούτ. 2. 366D. 2) ἐν τῇ Ρητορικῇ κρύψις εἶναι μέθοδος δι’ ἧς νὰ ἀποκρύπτῃ τις τὸν σκοπὸν καὶ τὰς βλέψεις αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἀντιπάλου, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 8· πρβλ. κρύπτω Ι. 5, καὶ κρυπτικός.