μηχανάομαι

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνάομαι Medium diacritics: μηχανάομαι Low diacritics: μηχανάομαι Capitals: ΜΗΧΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mēchanáomai Transliteration B: mēchanaomai Transliteration C: michanaomai Beta Code: mhxana/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι A. Th.1043, Pl.Lg.965e: aor. ἐμηχανησάμην ib.904b, etc.: pf. μεμηχάνημαι (v. infr. B): used by Hom. only in Ep. forms,

   A μηχανάασθε Od.20.370, μηχανόωνται 3.207, al., -ωντο 22.432, al. (subj. -άᾱται Hes.Op. 241); opt. -όῳτο Od. 16.196; inf. -άασθαι 3.213, 16.93: the Ion. form ἐμηχανέοντο is found in codd. of Hdt.8.7 (ἐμηχανῶντο shd. be read for -έατο in 5.63, and μηχανῴατο for -οίατο in 6.46): (μηχανή):—make by art, construct, build, τείχεα μηχανόωντο Il.8.177; πλοῖα Hdt.1.94, cf. Th.4.47; of any work requiring skill or art, μ. λαγόν prepare a hare, Hdt.1.123; μ. σκιάς X. Cyr.8.8.17: generally, prepare, make ready, τάφον καὶ κατασκαφάς τινι A. Th.1043; ψυχῆς κόμιστρα τῇδε Id.Ag.965; ἐσβάσεις E.IT101.    2 more freq. contrive, devise, by art or cunning, freq. in bad sense, ἀτάσθαλα, κακά, ἀεικέα μηχανόωνται, Od.3.207, 17.499, 22.432; θάνατόν τινος Antipho 1.3; but in good sense, γέλωτα μ. τοῖς συνοῦσι X. Cyr.2.2.12; τισὶ μ. δύναμιν εἰς σωτηρίαν Pl.Prt.320e; simply, bring about, effect, Hdt.2.21; πόσα σε δέοι ἂν μηχανᾶσθαι τοῦ δοκεῖν ἕνεκα X. Cyr.1.6.22:—Constr.: μ. τί τινι contrive something against a person, Od.3.207; πατρὶ θάνατον Antipho 1.9; πᾶν ἐπί τινι Hdt.4.154, cf. 6.88, etc.; τι εἴς τινα ib. 121, E.Ph.1614; ἐπί τινα X.Mem.2.3.10: abs., form designs or plots, πολλοὶ ἐπ' αὐτῷ μηχανόωνται Od.4.822; μ. τι ἐπί τινι for a purpose, Hdt.1.60; πρός τι X.Cyr.8.2.26; ἐκ τῶν ἐσθλῶν αἰσχρὰ μ. E.Hipp.331: in Prose freq. folld. by ὅπως, how or in order that, μ. ὅπως τι ἔσται Hdt.2.121.γ, Pl.Ap.39a, etc.; πᾶσαν μηχανὴν μ. ὅπως . . Id.R.460c: c. acc. et inf., contrive that a thing may be, ib. 519e.    II Med., procure for oneself, S.Ph.295, X.Cyr.3.2.15.    B Act. μηχανάω used by Hom. only in Ep. part., ἀτάσθαλα μηχανόωντας contriving dire effects, Od.18.143, cf. A.R.3.583; inf. μηχανᾶν S.Aj.1037: pf. μεμηχάνημαι in pass. sense, Hdt.1.98, 2.95, S. Tr.586, X.Cyr.8.3.1, Isoc.3.6; λόγοι πρὸς τὸ φενακίζειν ὑμᾶς μεμηχανημένοι D.22.35 (but also in act. sense, Pl.Grg.459d, Lg.904b, X. Hier.11.4, Is.11.36, etc.): plpf. in pass. sense impers., οὕτως ἐμεμηχάνητο αὐτοῖς Antipho 5.55: aor. ἐμηχανήθην in pass, sense, Epicur. Nat.2.2, D.H.12.14, J.AJ18.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνάομαι: Ἰων. -έομαι (ἴδε ἐν τέλ.)˙ ἀποθ.: μέλλ. -ήσομαι Αἰσχύλ., Πλάτ.˙ ἀόρ. ἐμηχανησάμην Ἀττ.˙ πρκμ. μεμηχάνημαι (ἴδε κατωτ. Β)˙ - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τοῖς Ἐπικ. τύποις, μηχανάασθε Ὀδ. Υ. 370˙ μηχανόωνται, -ωντο, συχν.˙ (ὑποτ. -άᾱται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 239)˙ εὐκτ. -όῳτο Ὀδ. Π. 196 ἀπαρ. -άασθαι Γ. 213., Π. 93˙ - οἱ Ἰων. τύποι εἶναι πιθ. ἐμηχανέοντο, μηχανεόμενος, ὡς Ἡρόδ. 5. 63., 6. 133., 7. 172., 8. 7˙ ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν τύπων -έοντο, -έωντο, -ῶντο, -έατο, -εώμενος˙ ἐν 6. 46, μηχανῴατο ἔδει νὰ γραφῇ ἀντὶ -οίατο˙ Dind. De. Dial. Hdt. XXXIϏ (μηχανή, μῆχος). Ὡς τὸ Λατ. machinari, κατασκευάζω διὰ τέχνης, συναρμόζω, κατασκευάζω, οἰκοδομῶ, τείχεα μηχανόωντο Ἰλ. Θ. 177˙ πλοῖα Ἡρόδ. 1. 94, πρβλ. Θουκ. 4. 47˙ καὶ οὕτως ἐπὶ παντὸς ἔργου ἀπαιτοῦντος δεξιότητα ἢ τέχνην, λαγὸν μηχανησάμενος, μετὰ τέχνης παρασκευάσας λαγόν, Ἡρόδ. 1. 123˙ μ. σκιὰς Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17˙ καθόλου παρασκευάζω, κάμνω ἕτοιμον, τάφον καὶ κατασκαφάς τινι Αἰσχύλ. Θήβ. 1038˙ κόμιστρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 965˙ ἐσβάσεις Εὐρ. Ι. Τ. 101. 2) συχνότερον, ἐπινοῶ, τεχνάζομαι, Ὅμ., κτλ.˙ συχνάκις ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀτάσθαλα, κακά, ἀεικέα μηχανόωνται Ὀδ. Γ. 207., Ρ. 499., Χ. 432˙ - ὡσαύτως ἁπλῶς, προξενῶ, ἐπιφέρω, Ἡρόδ. 2. 21˙ θάνατόν τινος Ἀντιφῶν 111, ἐν τέλ.˙ ἐλευθερίαν Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15, κτλ. -Συντάσσ.: μηχανῶμαί τινι, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, τεχνάζομαί τι ἐναντίον τινός, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφῶν 112. 25˙ τι˙ ἐπί τινι Ἡρόδ. 4. 154., 6. 88, κτλ.˙ ὡσαύτως, τι εἴς τινα ὁ αὐτ. ἐν 6. 121, Εὐρ. Φοίν. 1612˙ ἐπί τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 10˙ πρός τινα Ἡρόδ. 2. 95˙ -ἀπολ., βυσσοδομῶ, σχεδιάζω κακὰ ἐναντίον τινός, πολλοὶ ἐπ’ αὐτῷ μηχανόωντο Ὀδ. Δ. 822˙ - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἴδε ἀνωτ.˙Ϗ μ. τι ἐπί τινι, διὰ τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 1. 60˙ οὕτω, εἴς τι Πλάτ. Πρωτ. 320 Ε˙ πρός τι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 26˙ ἐκ τῶν ἐσθλῶν αἰσχρὰ μ. Εὐρ. Ἱππ. 331˙ - παρὰ πεζογράφοις, συχνάκις ἀκολουθεῖ τὸ ὅπως, «πῶς νά», «διὰ νά», μ. ὅπως τι ἔσται Ἡρόδ. 2. 121, 3, Πλάτ. Ἀπολ. 39Α, κτλ.˙ ὅπως ἄν τι γένηται ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 481Α˙ ὡσαύτως, πᾶσαν μηχανὴν μ. ὅπως... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460C˙Ϗ - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἐπινοῶ πῶς νὰ κάμω τι, ἢ πῶς νὰ γείνῃ τι, ὁ αὐτ. ἐν 519Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 22. ΙΙ. ὡς μέσ., προμηθεύω δι’ ἐμαυτόν, Σοφ. Φιλ. 295, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 15. Β. τὸ ἐνεργ. μηχανάω εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ., ἀτάσθαλα μηχανόωντας, μηχανωμένους κακὰ πράγματα, Ὀδ. Σ. 143, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 583˙ καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 1037 ἐν τῷ ἀπαρ. μηχανᾶν˙ ἀλλ’ ὁ πρκμ. μεμηχάνημαι κεῖται ἐπὶ παθ. σημασ. παρ’ Ἡροδ. 1. 98, Σοφ. Τρ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1, Ἰσοκρ. 27Ε, Δημ. 604. 7, κτλ.˙ ἂν καὶ εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 459D, Νόμ. 904Β, Ξεν., κτλ.˙ -ὑπερσ. ἐπὶ παθ. σημασ. ἀπροσ., οὕτως ἐμεμηχάνητο αὐτοῖς Ἀντιφῶν 135. 43˙ - ἀόρ. ἐμηχανήθην ἐπὶ παθ. σημασ., Διον. Ἁλ. 12. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 2, 4.