ἀνάρσιος
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ον, also α, ον S.Tr.641 (lyr.): (ἄρσιος):—
A incongruous: hence, I of persons, hostile, implacable, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Il.24.365, Od.14.85; ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου ib.10.459, 11.401, etc.; ἦσθ' ἀνάρσιος (vulg. ἦλθες), of Apollo, A.Ag.511; ἀνάρσιοι enemies, S.Tr.853 (lyr.); ἀ. καναχά, opp. θεία μοῦσα, ib. 641 (lyr.), cf. Theoc.17.101. II of events, untoward, strange, ἀ. πρήγματα πεπονθέναι Hdt.1.114, cf. 9.37; οὐδὲν ἀ. πρῆγμα συνηνείχθη 3.10, 5.89, 90; δεινόν τε καὶ ἀ. ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110.— Ep., Ion., and (rarely) Trag.
German (Pape)
[Seite 206] Soph. Tr. 638 ch. fem. ἀναρσία, nicht zusammenpassend (ἄρω); daher widerstrebend, feindselig, ἀνάρσιοι ἄνδρες Od. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι 14, 85; Iliad. 24, 365 οἵ τοι δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι ἐγγὺς ἔασιν; Aesch. Ag. 497, l. d.; Soph. Trach. 850; von Sachen, πρῆγμα, ein widriger Vorfall, Her. 3, 10. 5, 89. 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρσιος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Σοφ. Τρ. 642: (ἄρω, ἄρσιος): - ὁ μὴ ἁρμόζων, ἀνάρμοστος, ἄτοπος: ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐχθρικός, δυσοίωνος, ἀπαίσιος, ἄσπονδος, δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι Ἰλ. Ω. 365, Ὀδ. Ξ. 85· ὅσ’ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ’ ἐπὶ χέρσου Ὀδ. Κ. 459, Λ. 401, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Τραγ. ἦσθ’ ἀνάρσιος (κοιν. γραφ. ἦλθες), ἐπὶ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 511· ἀνάρσιοι, ἐχθροί, πολέμιοι, Σοφ. Τρ. 853· οὕτως, ἀν. καναχὰ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεία μοῦσα, αὐτόθι 642. ΙΙ. ἐπὶ συμβεβηκότων, δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης, ἀνάρσια πρήγματα πεπονθέναι Ἡροδ. 1. 114, πρβλ. 9. 37· οὐδὲν ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη 3. 10., 5. 89, 90· δεινόν τε καὶ ἀνάρσιον ἐποιέετο [τὸ πρῆγμα] 9.110. - Ἐπ. καὶ Ἰων. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς ἢ τρὶς καὶ παρὰ Τραγικοῖς.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui ne s’ajuste ou ne s’accorde pas, d’où
1 malveillant, ennemi ; ἀνάρσιοι SOPH les ennemis;
2 étrange, monstrueux (événement, acte, etc.) ; ἀνάρσια πρήγματα HDT traitements indignes.
Étymologie: ἀ, ἄρσιος.
English (Autenrieth)
(ἀραρίσκω): unfitting, hence unfriendly, hostile; δυσμενέες καὶ ἀνάρσιοι, Il. 24.365.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-α, -ον S.Tr.641, Io Trag.53d]
1 de pers. hostil, enemigo ἀ. ἄνδρες Od.11.401, 408, 10.459, δυσμενέες καὶ ἀ. Il.24.365, Od.14.85, de Apolo, A.A.511, οὐκ ἀναρσίαν ἀχῶν καναχάν lanzando un son no hostil, e.d., no fúnebre de la flauta, S.l.c., ὀιστοί Lyr.Adesp.4(a).2, cf. Io l.c., Theoc.17.101, A.R.2.343, Nonn.D.23.66, Par.Eu.Io.5.43
•ἀνάρσιοι los enemigos S.Tr.854.
2 de cosas horrible, atroz οὐδὲν ... ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη Hdt.3.10, esp. c. πάσχειν: ἐπεπόνθεε πρὸς Καμβύσεω ἀνάρσια Hdt.3.74, cf. 1.114, 5.90, 9.37.