Τάνταλος

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τάντᾰλος Medium diacritics: Τάνταλος Low diacritics: Τάνταλος Capitals: ΤΑΝΤΑΛΟΣ
Transliteration A: Tántalos Transliteration B: Tantalos Transliteration C: Tantalos Beta Code: *ta/ntalos

English (LSJ)

ὁ, Tantalus, ancestor of the Pelopidae, Od.11.582, etc.;

   A ξυνῆκα γὰρ τοὺς Ταντάλου κήπους τρυγῶν Com.Adesp.530:— Adj. Ταντάλ-ειος, α, ον, also ος, ον (v. infr.), of or belonging to T., οἱ Τ. ἔκγονοι the descendants of T., E.El.1176; Πέλοψ ὁ Τ. Id.IT1, cf. 988, etc.; τιμωρία Ταντάλειος Poet. ap. Plb.4.45.6, cf. Ph.1.512; Τ. δίκας ὑποφέρειν Luc.Am.53; also Ταντᾰλ-εος, α, ον, AP5.235 (Paul. Sil.); Ταντᾰλ-ικός, ή, όν, Man.5.187: Τανταλίδης, ου, ὁ,

   A descendant of Tantalus, A.Ag.1469 (pl., lyr.):Τανταλίς, ίδος,

   A daughter of T., i.e. Niobe, APl.4.134 (Mel.), cf. 131 (Antip.). (Derived by Pl. from ταλάντατος in reference to his endurance of torment, or from ταλαντεία (τανταλεία codd.) in reference to the story of the rock balanced and tottering over his head, Cra.395e; by others from his proverbial wealth, τὰ Ταντάλου τάλαντ' ἐκεῖνα Men.301.6; cf. τανταλίζω.)

Greek (Liddell-Scott)

Τάνταλος: -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Φρυγίας, πρόγονος τῶν Πελοπιδῶν, Ὀδ. Λ. 582 κἑξ. ― Ἐπίθετ. Ταντάλειος, α, ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Τάνταλον, Εὐρ. κλπ.· οἱ Ταντ. ἔκγονοι, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα τοῦ Ταντάλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1176· Πέλοψ ὁ Ταντ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1, πρβλ. 988, κλπ.· τιμωρία Τ. Ποιητὴς παρὰ Πολυβ. 4. 45, 6· Τ. δίκας ὑποφέρειν Λουκ. Ἔρωτ. 53· ― ὡσαύτως Ταντάλεος, α, ον, Ἀνθ. Π. 5. 2, 236· ― Τανταλικός, ή, όν, Μανέθων 5. 187· ― Τανταλίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Ταντάλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1469· ― Τανταλίς, ίδος, θυγάτηρ τοῦ Ταντάλου, ἡ Νιόβη, Ἀνθ. Πλαν. 134, πρβλ. 131. (Φανερῶς συγγενὲς τῷ *τλάω, τάλαντον, ταλαντεύω, ἢ διὰ τὰ μακρὰ αὐτοῦ παθήματα καὶ τὰς βασάνους ἢ διὰ τὸν μῦθον καθ’ ὃν ἐκρέματο ἢ ἵστατο ταλαντευόμενος ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Κρατ. 395D· ἢ ὡς ἐκ τοῦ παροιμιώδους πλούτου αὐτοῦ, τὰ Ταντάλου τάλαντ’ ἐκεῖνα Μέναδρ. ἐν «Κυβερνήταις» 1. 6, πρβλ. τανταλίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Tantale :
1 fils de Zeus, roi de Phrygie;
2 fils de Thyeste;
3 autres.
Étymologie: R. Ταλ, supporter, souffrir ; cf. τάλας, τλάω, lat. tollo.

English (Autenrieth)

Tantalus, son of Zeus, and father of Pelops, a king of Sipylus, who revealed the secrets of the gods, and was punished in Hades, Od. 11.582 ff.

English (Slater)

Τᾰνταλος king of Lydia, father of Pelops.
   1υἱὲ Ταντάλου (O. 1.36) εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος (O. 1.55) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (codd.:] νπαρατις Π: τὸν Ταντάλου coni. Heimsoeth) (I. 8.10)