ἐφυβρίζω
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
A insult over one, ἐφυβρίζων ἕλετο Il.9.368: c. dat., S. Aj.1385: c.acc., τὴν ἀμαθίαν ὑμῶν Plu.2.579c, cf. APl.1.4 (also Med., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς E.Ph.1663): with neut. Adj., πολλὰ ἐ. τινά Id.Heracl.947; τὰ δεινὰ πόλει Id.Ph. 179; εἰς ἀδελφὸν οἷ' ἐφύβρισας Id.Andr.624; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ . . they gave vent to insulting language, asking especially whether... Th.6.63. II exult maliciously, S.Aj.955 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1123] sich übermüthig gegen Jem. betragen, ihn schmähen u. beschimpfen; absol., Il. 9, 368 u. Sp.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν, sie höhnten auf andere Weise u. durch die Frage, ob, Thuc. 6, 63; θανόντι Soph. Ai. 1364; ὃς τὰ δεινὰ τῇδ' ἐφυβρίζει πόλει Eur. Phoen. 180; Plut.; – εἴς τινα, Eur. Andr. 625; – τινά, Eur. Heracl. 948; Plut. z. B. τὴν ἀμαθίαν, verhöhnen, de gen. Socr. 7; κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει ἀνήρ, er zeigt höhnend sein schwarzes Herz, Soph. Ai. 934. – Pass., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur. Phoen. 1663.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφυβρίζω: ὑβρίζω, φέρομαι ὑβριστικῶς πρός τινα, γέρας δέ μοι, ὅσπερ ἔδωκεν, αὖθις ἐφυβρίζων ἕλετο κρείων Ἀγαμέμνων Ἰλ. Ι. 368· μετὰ δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· συχνάκις προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιχαιρεκακέω, χαίρω ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
1 insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;
2 triompher avec insolence de, acc..
Étymologie: ἐπί, ὑβρίζω.
English (Autenrieth)
only part., insultingly, Il. 9.368†.
Greek Monolingual
ἐφυβρίζω (ΑΜ)
φέρομαι υβριστικά, αλαζονικά προς κάποιον («ἐφυβρίζων εἵλετο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μέσ. ἐφυβρίζομαι
με την ίδια σημασία («κἀκεῑνο κέκριται, μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς», Ευρ.)
2. χαίρω με τις ατυχίες του άλλου, χαιρεκακώ, επιχαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑβρίζω.