ὑπέρμορον

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source

German (Pape)

[Seite 1198] adv., über das Geschick u. das Verhängniß hinaus, außer dem Verhängten, mehr als verhängt ist, von dem Unglück, welches sich der Mensch durch eigene Schuld zuzieht; Il. 21, 517; δείδω, μὴ καὶ τεῖχος ὑπέρμορον ἐξαλαπάξῃ 20, 30; Od. 1, 34 und sonst, von Wolf nach Aristarch überall in ein Wort geschrieben, getrennt bei Bekker; vgl. Nitzsch zur Od. a. a. O.; Eust. hat auch das adv. ὑπερμόρως gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρμορον: ὑπέρμορα, ἴδε μόρος Ι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρμορα· ὑπὲρ τὸ δέον, ὑπὲρ τὸ καθῆκον».

French (Bailly abrégé)

adv.
contrairement aux arrêts du destin, malgré le destin.
Étymologie: ὑπέρ, μόρον.

English (Autenrieth)

beyond, i. e. against fate, adj. as adv., usually written separately ὑπὲρ μόρον.— Pl., ὑπέρμορα, with the same adverbial force, Il. 2.155.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πέρα από αυτό που έχει οριστεί από τη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη φρ. ὑπὲρ μόρον (< μόρος «μοίρα, πεπρωμένο»). Ο τ. απαντά και με τη γρφ. ὑπὲρ μόρον.