ποτάμιος

From LSJ
Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμιος Medium diacritics: ποτάμιος Low diacritics: ποτάμιος Capitals: ΠΟΤΑΜΙΟΣ
Transliteration A: potámios Transliteration B: potamios Transliteration C: potamios Beta Code: pota/mios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.El.309, but cf. 56:—

   A of or from a river, ὄχθαι A.Th.392; ποτά S.Fr.659.5; δρόσος, ὕδατα, χεύματα, ῥεῖθρα, E.Hipp.127 (lyr.), Alc.159, Hel.1304 (lyr.), El. 152 (lyr.), 794; κύκνος Id.Rh.618; οἱ ἵπποι οἱ π. Hdt.2.71, cf. Arist. HA502a9; ὁ π. χοῖρος Id.Fr.300; τὰ π. (sc. ζῷα), opp. τὰ θαλάττια, etc., Id.HA487a27; of plants, Thphr.HP4.10.1; ναῦς Jul.Or.1.22a; ναῦται PGiss.40 ii 18 (iii A. D.).    2 of cities, on a river, Pi.P.6.6; ποταμία (sc. χώρα) Str.11.3.2, al.    3 epith. of Artemis, from the connexion of her worship with that of rivers, Pi.P.2.7; π. θεοί Artem.2.34.    4 Ποτάμιος (sc. μήν), ὁ, month at Chalcedon, GD1 3053.

German (Pape)

[Seite 688] wie ποτάμειος, von od. aus dem Flusse, am Flusse gelegen; Akragas, Pind. P. 6, 6; auch Artemis, die einen Tempel am Flusse hatte, 2, 7; ὄχθαι, Aesch. Spt. 374; oft bei Eur., δρόσος Hipp. 127, κώπη, Alc. 461, ὕδατα, νᾶμα u. ä.; auch in Prosa, ἵππος, Flußpferd, Her. 2, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ποτάμιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ἠλ. 309, ἀλλὰ πρβλ. 56· ― ὁ ἀνήκων εἰς ποταμόν, ἢ ἐκ ποταμοῦ λαμβανόμενος, ὄχθαι Αἰσχύλ. Θήβ. 392· ποτὰ Σοφ. Ἀποσπ. 587· δρόσος, ὕδατα, χεῦμα, ῥεῖθρα Εὐρ Ἱππ. 127, Ἄλκ. 159, κτλ.· κύκνος ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 618· οἱ ἵπποι οἱ π., ἴδε ἐν λ. ἱπποπόταμος· ὁ π. χοῖρος Ἀριστ. Ἀποσπ. 28· τὰ ποτάμια (ἐξυπ. ζῷα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θαλάττια, κτλ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 15. 2) ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένων παρὰ ποταμόν, Πινδ. Π. 6. 6. 3) ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς ἐκ τῆς σχέσεως τῆς λατρείας αὐτῆς πρὸς τὴν τῶν ποταμῶν, Dissen εἰς Πινδ. Π. 2. 7 (11).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de fleuve, de rivière.
Étymologie: ποταμός.

English (Slater)

ποτᾰμιος
   1 of, on a river Ὀρτυγίαν ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερόν, ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν. Σ.) (P. 2.7) ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι i. e. on the river Akragas (P. 6.6)

English (Slater)

ποτᾰμιος
   1 of, on a river Ὀρτυγίαν ποταμίας ἕδος Ἀρτέμιδος (Ἀλφειώας Ἀρτέμιδος ἐκεῖ φασιν εἶναι ἱερόν, ἣν νῦν ποταμίαν εἶπεν. Σ.) (P. 2.7) ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι i. e. on the river Akragas (P. 6.6)