σύγγονος

From LSJ
Revision as of 14:43, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγγονος Medium diacritics: σύγγονος Low diacritics: σύγγονος Capitals: ΣΥΓΓΟΝΟΣ
Transliteration A: sýngonos Transliteration B: syngonos Transliteration C: syggonos Beta Code: su/ggonos

English (LSJ)

ον, poet. Adj.

   A = συγγενής, congenital, inborn, natural, ἀτρεμία Pi.N.11.12; σύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι A.Ag.884.    II connected by blood, akin, Pi.P.9.108, E.Hipp.1379 (lyr.), etc.; σ. ἑστία Pi.O.12.14; σ. τέχναι the arts proper to his race, Id.P.8.60; συγγόνῳ φρενί A.Th.1039; συγγόνων Ἐρινύων Id.Ag. 1190: as Subst., brother, sister, E.IT805,795; σ. Διοσκόροιν Ἑλένη Id.Hec.441, etc.; σύγγονοι kinsfolk, Pi.O.8.80, P.3.39, E.IA 1153.    III native, of one's country, ὕδωρ S.Fr.911.

German (Pape)

[Seite 962] durch Blutsverwandtschaft verbunden, verwandt, verschwistert; im plur. die Verwandten; Pind. P. 3, 39. 9, 108; auch ἑστία, Ol. 12, 14; τέχναι, P. 8, 60; Aesch. Spt. 1025 u. sonst; Eur. oft, auch αἷμα σύγγονον, Herc. Fur. 1077. – Auch wie συγγενής, angeboren, σύγγονον βροτοῖσιν τὸν πεσόντα λακτίσαι πλέον, Aesch. Ag. 858.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγονος: -ον, ποιητ. ἐπίθ. = συγγενής, σύμφυτος, ἔμφυτος ἐκ γενετῆς, φυσικός, ἀτρεμία Πινδ. Ν. 11. 15· ξύγγονόν [ἐστι] βροτοῖσι τὸν πεσόντα λακτίσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 885. ΙΙ. ἐσχετισμένος δι’ αἵματος, συγγενής, Λατ. cοnnatus, Πινδ. Π. 9. 190, Εὐρ. Ἱππ. 1379, κτλ.· σ. ἑστία Πινδ. Ο. 12. 21· σ. τέχναι, αἱ κατάλληλοι εἰς τὸ γένος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 86· συγγόνῳ φρενί Αἰσχύλ. Θήβ. 1034· συγγόνων Τρ. νύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1190· ― ὡς οὐσιαστ., ἀδελφός, ἀδελφή, Εὐρ. Ι. Τ. 795, 805· ξ. Διοσκόροιν Ἑλένη ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 411, κτλ.· σύγγονοι, συγγενεῖς, Πινδ. Ο. 8. 105, Π. 3. 60, Εὐρ. ΙΙΙ. ἐγχώριος, ὁ ἐκ τῆς χώρας τινός, ὕδωρ Σοφ. Ἀποσπ. 758.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de naissance commune avec, parent par le sang de, τινι ; abs. frère, sœur;
2 inné, naturel.
Étymologie: συγγίγνομαι.

English (Slater)

σύγγονος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι, -ους.)
   a adj., hereditary, inborn συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ (O. 12.14) μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις (sc. Ἀλκμάν, son of Amphiareus) (P. 8.60) ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12)
   b subs., kinsman κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν (O. 8.80) ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν (P. 3.39) τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων (P. 9.108) ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος (N. 10.40) ]ον ἶκε συγγόνους τρεῖς π[ fr. 140a. 70 (44).
   c frag., Φόρκοιο σύγγονον πατέρων Δ. 1. 17.