κεραυνός

From LSJ
Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνός Medium diacritics: κεραυνός Low diacritics: κεραυνός Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: keraunós Transliteration B: keraunos Transliteration C: keravnos Beta Code: kerauno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A thunderbolt, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κ. Od.23.330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒκ. 14.305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12.416; esp. as weapon of Zeus, Hes. Th.854, etc.; forged by the Cyclopes, ib.141; τὸν κ. τοῦ Διός Ar.Av.1538; καταιβάτης A.Pr.361; πυρωπός ib.668; ὁ πυρφόρος κ. Id.Th.445; κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα Id.Pr.922; κ. ἀργής Ar.Av.1747 (anap.); πτερόεις ib.576; κεραυνοῦ βέλος A.Th.453 (lyr.), S.Tr.1088; ὁ κ. λάμπων πυρί Ar.Nu.395; κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος Id.Av.1714; κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς... X.HG4.7.7, Plu.Lyc.31: pl., κεραυνοί thunderbolts, Hes.Th.690, Hdt.8.37, Epicur.Ep.2p.46U.; ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διός; S.El.823 (lyr.), cf. Ar.Pl.125; τὰ τῶν κ. πτώματα Pl.Ti.80c; defined as ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς, i.e. thunder and lightning, Zeno Stoic.1.34.    II metaph., κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν, of Pericles, Com.Adesp.10; τύπτειν κεραυνός a thunderbolt for striking, Antiph.195.4; Κεραυνός, as a name of great soldiers, Plu.Arist.6.    III title of Zeus, IG 5(2).288 (Mantinea, v B.C.), Rev.Arch.40.388 (Emesa). (Perh. cf. κεραΐζω.)

German (Pape)

[Seite 1423] ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also βροντή und στεροπή vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben βροντή Il. 21, 198; neben στεροπή Hes. Th. 699; αἴθων, παμβίας, Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Aesch. Prom. 372; πυρφόρος Spt. 472; κεραυνοῦ βέλος 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Uebertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων κεραυνός, wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι πρόχειρον, vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀστροπελέκι», Λατ. fulmen, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ὀδ. Ψ. 330· βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνὸν Ξ. 305· Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ Μ. 416· ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, τὸ ὅπλον τοῦ Διός, πρβλ. Ἡσ. Θ. 690, 854· χαλκευθεὶς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων, κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 141· τὸν κ. τοῦ Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1538· καταιβάτης Αἰσχύλ. Πρ. 359· πυρωπὸς αὐτόθι 668· ὁ πυρφόρος κ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 445· κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 922· κ. ἀργὴς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747· πτερόεις αὐτόθι 576· βέλος κεραυνοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 453, Σοφ. Τρ. 1088· ὁ κ. λάμπων πυρὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 395· κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1714· κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 7, κτλ.· πληθ. κεραυνοὶ Ἡρόδ. 8. 37· ποῖ ποτε κεραυνοὶ Διός; Σοφ. Ἠλ. 823, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 125· τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Πλάτ. Τίμ. 80C. ― Ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει καθόλου ἐπὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς ὡς συνήθως παρ’ Ἄγγλοις ἡ λέξις thunder. ― ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ἐπὶ τοῦ κρότου ἦν ἐν χρήσει ἡ λ. βροντή, Λατ. tonitru, ἐπὶ δὲ τῆς λάμψεως ἡ λέξις ἀστεροπή, στεροπή, Λατ. fulgur, Ἰλ. Φ. 198, Ἡσ. Θ. 699, πρβλ. Ἐρμάνν. Πονημάτ. 4. σ. 268. II. μεταφορ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 8· τύπτειν κεραυνός, ἐν τῷ τύπτειν κεραυνός εἰμι, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 4· Κεραυνός, ὡς ὄνομα μεγάλων στρατιωτικῶν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
foudre ; οἱ κεραυνοί éclats de la foudre, les foudres.
Étymologie: DELG pas d’étym. ; apparenté à κεραΐζω -- Babiniotis cf. skr. śrná-ti « frapper ».

English (Autenrieth)

thunderbolt, lightning.