καταιθύσσω

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθύσσω Medium diacritics: καταιθύσσω Low diacritics: καταιθύσσω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΣΣΩ
Transliteration A: kataithýssō Transliteration B: kataithyssō Transliteration C: kataithysso Beta Code: kataiqu/ssw

English (LSJ)

   A wave or float down, πλόκαμοι . . νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.

German (Pape)

[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.