ἀλιτρός

From LSJ
Revision as of 14:27, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῑτρός Medium diacritics: ἀλιτρός Low diacritics: αλιτρός Capitals: ΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: alitrós Transliteration B: alitros Transliteration C: alitros Beta Code: a)litro/s

English (LSJ)

όν,

   A = ἀλιτηρός, sinful, wicked, Il.8.361, Thgn.377, Sol.13.27; also in late Prose, PPar.63.95 (ii B. C.): neut. Pl., ἀλιτρά, τά, sins, Pi.O.2.59: as Subst.,δαίμοσιν ἀλιτρός sinner against the gods, Il.23.595, cf. Theoc.10.17, Call.Ap.2, etc.; knave, Od.5.182; fem., ἀλιτρῆς ἀλώπεκος Semon.7.7.

German (Pape)

[Seite 99] = ἀλιτηρός, ὁ, der Frevler, Sünder, Hom. dreimal. Iliad. 8, 361 Athene vom Zeus πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν, σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός. ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 23, 595 will Antilochos nicht δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός, Od. 5, 182 μείδησεν δὲ Καλυψώ –, χειρί τέ μιν κατέρεξεν, –, ἔκ τ' ὀνόμαζεν. ἦ δὴ ἀλιτρός γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; – Theocr. 10, 17; ἀλιτροὶ ἄνδρες H. h. Merc. 259; Ap. Rh. 2, 215; θυμός Sol. 5; τὰ ἀλιτρά Pind. Ol. 2, 65 N. 8, 39, böse Thaten; sp. D. – Superl. ἀλιτρότατος τοκεύς Opp. C. 3, 230.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτρός: -όν, συγκεκομ. ἀντὶ ἀλιτηρὸς, = ἁμαρτωλός, κακός, φαῦλος, Ἰλ. Θ. 361, Θέογν. 377, Σόλων 13. 27, Πινδ. Ο. 2. 107: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ ὡς οὐσιαστ. δαίμοσιν ἀλιτρός, ἁμαρτωλὸς πρὸς τοὺς θεούς, Ἰλ. Ψ. 595 καὶ μετὰ ἐννοίας ἐπιεικεστέρας, πανοῦργος, περίτριμμα, Ὀδ. Ε. 182· θηλ., ἀλιτρὴ εὕρηται ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, τήν δ’ ἐξ ἀλιτρῆς… ἀλώπεκος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 coupable, criminel ; vaurien, coquin;
2 injuste, impitoyable, dur.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

(ἀλιταίνω): sinner, offender; δαίμοσιν, ‘in the eyes of heaven;’ colloquially, ‘rogue,’ Od. 5.182.

English (Slater)

ᾰλιτρός n. pl. pro subs.,
   1 wrongdoing τὰ δἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις (O. 2.59) m. pl. pro subs., wrongdoers αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39)