ἀντιφερίζω
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
English (LSJ)
A set oneself against, measure oneself with, οὔ τις σοίγε . . δύνατ' ἀντιφερίζειν Il.21.357; κακὸν ἐσλῷ Hes.Th.609; ὅτι μοι μένος ἀντιφερίζεις Il.21.488; σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; Ar.Eq.813, cf. 818; ἀ. πὰρ σοφόν Pi.P.9.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφερίζω: ὡς τὸ ἰσοφαρίζω, τάττω ἐμαυτὸν ἐναντίον τινός, ἀντιμετρῶ ἐμαυτὸν πρός τινα, Ἥφαιστ’, οὔ τις σοί γε θεῶν δύνατ’ ἀντιφερίζειν «ἐξισοῦσθαί σοί νε» (μετάφρ. Γαζῆ) Ἰλ. Φ. 357, πρβλ. Ἡσ. Θ. 609· μένος τινὶ ἀντ. Ἰλ. Φ. 488· σὺ Θεμιστοκλεῖ ἀντιφερίζεις; Ἀριστοφ. Ἱππ. 813, πρβλ. 818· ὡσαύτως, ἀντ. παρά τινα Πινδ. Π. 9. 88· «ἀντιφερίζειν· ἐξισοῦσθαι, ἀντιστῆναι» Ἡσύχ.: πρβλ. ἀντιφέρομαι.
French (Bailly abrégé)
se mesurer ou se comparer avec, τινι.
Étymologie: ἀντιφέρω.
English (Autenrieth)
match oneself against, vie with, τινί, Il. 21.357, 488. (Il.)
English (Slater)
ἀντῐφερίζω
1 set oneself against, match oneself “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” (P. 9.50)