ἐπιψαύω

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιψαύω Medium diacritics: ἐπιψαύω Low diacritics: επιψαύω Capitals: ΕΠΙΨΑΥΩ
Transliteration A: epipsaúō Transliteration B: epipsauō Transliteration C: epipsayo Beta Code: e)piyau/w

English (LSJ)

Dor. fut.

   A -ψαυσῶ Archim. Con.Sph.30:—touch on the surface, touch lightly, c. gen., Hes.Sc.217, Hdt.3.87, etc.; attain, abs., κατὰ πᾶν τέλος Pi.I.4(3).11 ; ἐ. φιλοτάτων to aspire to loves, Id.P.4.92 ; ἐ. τινὸς οὐδὲ κατὰ μικρόν Phan.Hist. 19 ; γῆς ἐ., of shipwrecked persons, S.Fr.636.2 : generally, handle, κώπης Id.Ph.1255 ; meddle with, τάφου Id.Aj.1394 : metaph., also, touch lightly upon, Hdt.2.65.    b Geom., ἡ -ψαύουσα (sc. γραμμή) tangent, Archim.Sph.Cyl.1.12, etc.    2 c.dat., Q.S.2.456.    3 c. acc., Id.12.551.    II once in Hom., intr. and metaph., ὅς τ' ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν who can reach ever so little way by his wits, Od.8.547.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. ψαύω), auf der Oberfläche, leicht berühren, streifen, ritzen, τινός, Hes. Sc. 217; τάφου, κώπης, Soph. Ai. 1394 Ph. 1250; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her. 3, 87; übertr., τὰ δὲ καὶ εἴρηκα ἐπιψαύσας αὐτῶν 2, 65; vgl. Pol. 2, 1, 4; φιλοτάτων, d. i. nach Liebe trachten, Pind. P. 4, 92; κατὰ τέλος I. 3, 29; κἂν ὀλίγον νυκτὸς ἐπιψαύσῃσιν Theocr. 21, 4; Hom. vrbdt ὅςτ' ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, der nur ein wenig mit dem Herzen zu empfinden vermag, Od. 8, 547. – Qu. Sm. vrbdt es mit dem dat., 2, 456, u. c. acc., ὁδόν, betreten, 12, 551; vgl. Orph. lith. 126.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψαύω: ψαύω, ἐγγίζω ἐλαφρῶς, μετὰ γεν., Ἡσιοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 217, Ἡρόδ. 3. 87, καὶ Ἀττ., φθάνω τι, Πινδ. Ι. 3 (4). 17· κἄν ὀλίγον νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. ἐάν τις κοιμηθῇ ἔστω καὶ ὀλίγιστον, Θεόκρ. 21. 4· ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔραται, «ὅπως ἂν τις τῶν δυνατῶν ἐπιθυμιῶν ὀρέγηται» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 164· τῶν δὲ Τερπάνδρου καὶ Φρύνιδος νόμων οὐδὲ κατὰ μικρὸν ἠδύναντο ἐπιψαῦσαι Φανίας παρ᾿ Ἀθην. 638C· γῆς ἐπ., ἐπὶ ναυαγῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 563· καθόλου, ἐπιλαμβάνομαι, κώπης ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1255· ἐγγίζω τι, λαμβάνω μέρος εἴς τι, τάφου μὲν ὀκνῶ τοῦδ᾿ ἐπιψαύειν ἐᾶν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1394· μεταφ., ὡσαύτως, ἐλαφρῶς ἐγγίζω τι, Λατ. strictim attingere, Ἡροδ. 2. 65. 2) μετὰ δοτ. Κόϊντ Σμ. 2. 456· πρβλ. ψαύω. 3) μετ᾿ αἰτ., ὁ αὐτ. 12. 551, Ὀρφ. Λιθ. 126. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἅπαξ, καὶ τοῦτο μεταφ. ἐπὶ ἀμεταβ. ἐννοίας, ἀνέρι, ὅς τ᾿ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσι, «τοῦτο ἀντιπτωτικῶς κεῖται, ἵνα λέγῃ ὅτι ἀνδρί, ὃς ὀλίγον τι ἐπιψαύει φρενῶν,... ἔστι γὰρ ὅλοςστίχος ἀντὶ τοῦ ‘ἀνέρι φρονίμῳ’» Εὐστ., Ὀδ. Θ. 547· πρβλ. εἶ κ᾿ ὀλίγον περ ἐπαύρῃ Ἰλ. Λ. 391. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 479.

French (Bailly abrégé)

toucher à la surface, toucher légèrement, effleurer, gén. : fig. ἐπ. τινός effleurer un sujet ; ὅστ’ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν OD celui qui ne fait qu’effleurer légèrement la sagesse, càd qui n’a que peu de sagesse.
Étymologie: ἐπί, ψαύω.

English (Autenrieth)

touch upon; met., πραπίδεσσιν, ‘have perception,’ Od. 8.547†.

English (Slater)

ἐπιψαύω
   1 attain, touch on c. gen. “ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔραται” (P. 4.92) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (I. 4.11)