θέρειος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρειος Medium diacritics: θέρειος Low diacritics: θέρειος Capitals: ΘΕΡΕΙΟΣ
Transliteration A: théreios Transliteration B: thereios Transliteration C: thereios Beta Code: qe/reios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—

   A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.H. 40.11; καρποί ib.18; θέρειος ὥρα Ael.NA2.25.    II θερεία, Ion. -είη (sc. ὥρα), ἡ,= θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir.841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 (θερίᾳ) ; θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24: pl., θερείαις Pi.I.2.41.    III Sup. θερείτατος, η, ον, very hot, Arat.149, Nic.Th.460.—In Prose θερινός is the more common form.

German (Pape)

[Seite 1200] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, δρέπανον, καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, αὐχμός Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. θερεία u. θερινός. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.

Greek (Liddell-Scott)

θέρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ἴδε κατωτ., (θέρος): - ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, αὐχμός θ., θερινὴ ξηρασία, Ἐμπεδ. 404 Sturz.· δρέπανον Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ αὐτόθι 18· θέρειος ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. θερεία, Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = θέρος, ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· ὡσαύτως, ἡ θέρειος Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος τύπος εἶναι θερινός.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui concerne l’été, d’été ; subst.θερεία (ὥρα), ion. ἡ θερείη HDT l’été.
Étymologie: θέρος.

English (Slater)

θέρειος
   1 of summer ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. ὥραις: θέρειος coni. Wil.) (I. 2.41)

Greek Monolingual

θέρειος, -ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) θέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» — θερινή ξηρασία, Εμπ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα)
το θέρος
3. (το υπερθ.) θερείτατος, -άτη, -ον
θερμότατος.