ἔριφος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Alc.Supp.24.1, GDI5029 (Crete)),
A kid, ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι Il.16.352, cf. 24.262, Od.9.226, Alc. l.c., Orph.Fr.32c, etc. II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc.
German (Pape)
[Seite 1031] ὁ, der junge Bock, junge Ziege, Hom. oft, wie folgde Dichter; – οἱ ἔριφοι, das Gestirn, hoedi, Zicklein, dessen Untergang Sturm verkündete, Theocr. 7, 53; Arat. 158; Callim. 48 (VII, 272).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῐφος: ὁ, ὁ νεαρὸς γόνος αἰγός, «κατσικάκι», ἀρνεσσιν… ἢ ἐρίφοισιν Ἰλ. Π. 352, πρβλ. Ω. 262, Ὀδ. Ι. 226 ΙΙ. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, ἀστερισμός τις (οὗ ἡ ἐπιτολὴ τῇ 23 Σεπτεμβρίου καθ’ ἡμᾶς), ὅστις προξενεῖ θυέλλας, ἐφ’ ἑσπερίοις ἐριφοις, «ἐπὶ ἐρίφοις δύνουσι· τοῦτο γὰρ δύναται τὸ ἑσπερίοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 53· ἐπ’ ἐρίφοις, ἐν καιρῷ τρικυμιώδει, Ἄρατ. 158, ἴδε Σχολ. Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chevreau, jeune bouc, animal.
Étymologie: DELG rad. i.-e.
English (Autenrieth)
kid, pl., Od. 9.220.
English (Slater)
ἔρῐφος
1 kid ἐρίφων μεθομηρεον ?Pan. fr. 47.
English (Strong)
perhaps from the same as ἔριον (through the idea of hairiness); a kid or (genitive case) goat: goat, kid.